βαθύνοος: Difference between revisions

(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vathynoos
|Transliteration C=vathynoos
|Beta Code=baqu/noos
|Beta Code=baqu/noos
|Definition=ον, contr. βαθύ-νους, ουν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of deep mind</b>, <b class="b3">Νέστωρ</b> [Arist.] <span class="title">Pepl.</span>9.</span>
|Definition=βαθύνοον, contr. [[βαθύνους]], βαθύνουν, [[of deep mind]], [[Νέστωρ]] [Arist.] ''Pepl.''9.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />[[à l'esprit profond]].<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[νόος]].
}}
{{elru
|elrutext='''βαθύνοος:''' стяж. [[βαθύνους]] 2 Anth. = [[βαθυμῆτα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰθύνοος''': συνῃρ. -νους, ουν, ἔχων βαθὺν νοῦν, Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 23 (Ἀποσπ. 13 Bgk.).
|lstext='''βᾰθύνοος''': συνῃρ. -νους, ουν, ἔχων βαθὺν νοῦν, Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 23 (Ἀποσπ. 13 Bgk.).
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />à l’esprit profond.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[νόος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύνοος:''' συνηρ. -[[νους]], <i>-ουν</i>, αυτός που έχει [[βαθιά]] και μεστή [[σκέψη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''βᾰθύνοος:''' συνηρ. -[[νους]], <i>-ουν</i>, αυτός που έχει [[βαθιά]] και μεστή [[σκέψη]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''βαθύνοος:''' стяж. [[βαθύνους]] 2 Anth. = [[βαθυμῆτα]].
|mdlsjtxt=of [[deep]] [[mind]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

English (LSJ)

βαθύνοον, contr. βαθύνους, βαθύνουν, of deep mind, Νέστωρ [Arist.] Pepl.9.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
à l'esprit profond.
Étymologie: βαθύς, νόος.

Russian (Dvoretsky)

βαθύνοος: стяж. βαθύνους 2 Anth. = βαθυμῆτα.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύνοος: συνῃρ. -νους, ουν, ἔχων βαθὺν νοῦν, Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 23 (Ἀποσπ. 13 Bgk.).

Greek Monotonic

βᾰθύνοος: συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει βαθιά και μεστή σκέψη, σε Ανθ.

Middle Liddell

of deep mind, Anth.