ἑστάμεν: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(2)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἑστάμεν
|Medium diacritics=ἑστάμεν
|Low diacritics=εστάμεν
|Capitals=ΕΣΤΑΜΕΝ
|Transliteration A=hestámen
|Transliteration B=hestamen
|Transliteration C=estamen
|Beta Code=e(sta/men
|Definition=[[ἑστάμεναι]] [α], ''Epic pf. inf.'' of [[ἵστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑστάμεν:''' (αι) (ᾰ) эп. inf. pf. к [[ἵστημι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑστάμεν''': -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ [[ἵστημι]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ.
|lstext='''ἑστάμεν''': -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ [[ἵστημι]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑστάμεν:''' -άμεναι[ᾰ],·<br /><b class="num">I.</b> Επικ. αντί [[ἑστάναι]], συγκόπτ. απαρ. παρακ. του [[ἵστημι]]·<br /><b class="num">II.</b> [[αλλά]], ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ.
|lsmtext='''ἑστάμεν:''' -άμεναι[ᾰ],·<br /><b class="num">I.</b> Επικ. αντί [[ἑστάναι]], συγκόπτ. απαρ. παρακ. του [[ἵστημι]]·<br /><b class="num">II.</b> [[αλλά]], ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑστάμεν:''' (αι) (ᾰ) эп. inf. pf. к [[ἵστημι]].
}}
}}

Latest revision as of 20:07, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστάμεν Medium diacritics: ἑστάμεν Low diacritics: εστάμεν Capitals: ΕΣΤΑΜΕΝ
Transliteration A: hestámen Transliteration B: hestamen Transliteration C: estamen Beta Code: e(sta/men

English (LSJ)

ἑστάμεναι [α], Epic pf. inf. of ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἑστάμεν: (αι) (ᾰ) эп. inf. pf. к ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστάμεν: -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ ἵστημι· ἀλλά, ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ.

Greek Monotonic

ἑστάμεν: -άμεναι[ᾰ],·
I. Επικ. αντί ἑστάναι, συγκόπτ. απαρ. παρακ. του ἵστημι·
II. αλλά, ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ.