ἀντιδιαίρεσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(1)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antidiairesis
|Transliteration C=antidiairesis
|Beta Code=a)ntidiai/resis
|Beta Code=a)ntidiai/resis
|Definition=εως, ἡ, in Logic, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">division by dichotomy</b>, <span class="bibl">Plot.4.4.28</span>, <span class="bibl">6.3.10</span>, <span class="bibl">D.L.7.61</span>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>1.15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in Surgery, <b class="b2">counterincision</b>, <span class="bibl">Paul.Aeg.4.48</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ, in Logic,<br><span class="bld">A</span> [[division by dichotomy]], Plot.4.4.28, 6.3.10, D.L.7.61, Iamb.''Myst.''1.15.<br><span class="bld">II</span> in Surgery, [[counterincision]], Paul.Aeg.4.48.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> lóg. [[división en dicotomías]] ἀ. δέ ἐστι γένους εἰς [[εἶδος]] τομὴ κατὰ τοὐναντίον Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.215, cf. D.L.7.61, Plot.4.4.28, 6.3.10, Iambl.<i>Myst</i>.1.15.<br /><b class="num">2</b> cirug. [[incisión]] o [[corte]] opuesto a otro ya existente, Gal.1.386, 11.128, Paul.Aeg.4.48.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0251.png Seite 251]] ἡ, Gegenabtheilung, Galen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0251.png Seite 251]] ἡ, Gegenabtheilung, Galen.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιδιαίρεσις:''' εως ἡ лог. разделение, противопоставление, различение Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιδιαίρεσις''': -εως, ἡ, ἐν τῇ λογικῇ, ἡ κατ’ ἐναντίωσιν [[διαίρεσις]], [[ὑποδιαίρεσις]], ἀντιδιαίρεσίς ἐστι γένους εἰς [[εἶδος]] τομὴ κατὰ [[τοὐναντίον]], ὡς ἂν κατ’ ἀπόφασιν, [[οἷον]] ‘τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἀγαθὰ τὰ δὲ οὐκ ἀγαθὰ’ Διογ. Λ. 7. 61, Πλωτῖν. 4. 4, 28., 6. 3, 10.
|lstext='''ἀντιδιαίρεσις''': -εως, ἡ, ἐν τῇ λογικῇ, ἡ κατ’ ἐναντίωσιν [[διαίρεσις]], [[ὑποδιαίρεσις]], ἀντιδιαίρεσίς ἐστι γένους εἰς [[εἶδος]] τομὴ κατὰ [[τοὐναντίον]], ὡς ἂν κατ’ ἀπόφασιν, [[οἷον]] ‘τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἀγαθὰ τὰ δὲ οὐκ ἀγαθὰ’ Διογ. Λ. 7. 61, Πλωτῖν. 4. 4, 28., 6. 3, 10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> lóg. [[división en dicotomías]] ἀ. δέ ἐστι γένους εἰς [[εἶδος]] τομὴ κατὰ τοὐναντίον Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.215, cf. D.L.7.61, Plot.4.4.28, 6.3.10, Iambl.<i>Myst</i>.1.15.<br /><b class="num">2</b> cirug. [[incisión]] o [[corte]] opuesto a otro ya existente, Gal.1.386, 11.128, Paul.Aeg.4.48.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιδιαίρεσις]], η (Α)<br /><b>(Λογ.)</b> διχοτομική [[υποδιαίρεση]] έννοιας γένους σε δύο έννοιες είδους αντιφατικά αντίθετες (π.χ., από τα όντα [[είναι]] άλλα [[αγαθά]] και άλλα μη [[αγαθά]]).
|mltxt=[[ἀντιδιαίρεσις]], η (Α)<br /><b>(Λογ.)</b> διχοτομική [[υποδιαίρεση]] έννοιας γένους σε δύο έννοιες είδους αντιφατικά αντίθετες (π.χ., από τα όντα [[είναι]] άλλα [[αγαθά]] και άλλα μη [[αγαθά]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιδιαίρεσις:''' εως ἡ лог. разделение, противопоставление, различение Diog. L.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιαίρεσις Medium diacritics: ἀντιδιαίρεσις Low diacritics: αντιδιαίρεσις Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: antidiaíresis Transliteration B: antidiairesis Transliteration C: antidiairesis Beta Code: a)ntidiai/resis

English (LSJ)

-εως, ἡ, in Logic,
A division by dichotomy, Plot.4.4.28, 6.3.10, D.L.7.61, Iamb.Myst.1.15.
II in Surgery, counterincision, Paul.Aeg.4.48.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 lóg. división en dicotomías ἀ. δέ ἐστι γένους εἰς εἶδος τομὴ κατὰ τοὐναντίον Diog.Bab.Stoic.3.215, cf. D.L.7.61, Plot.4.4.28, 6.3.10, Iambl.Myst.1.15.
2 cirug. incisión o corte opuesto a otro ya existente, Gal.1.386, 11.128, Paul.Aeg.4.48.1.

German (Pape)

[Seite 251] ἡ, Gegenabtheilung, Galen.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδιαίρεσις: εως ἡ лог. разделение, противопоставление, различение Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιαίρεσις: -εως, ἡ, ἐν τῇ λογικῇ, ἡ κατ’ ἐναντίωσιν διαίρεσις, ὑποδιαίρεσις, ἀντιδιαίρεσίς ἐστι γένους εἰς εἶδος τομὴ κατὰ τοὐναντίον, ὡς ἂν κατ’ ἀπόφασιν, οἷον ‘τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἀγαθὰ τὰ δὲ οὐκ ἀγαθὰ’ Διογ. Λ. 7. 61, Πλωτῖν. 4. 4, 28., 6. 3, 10.

Greek Monolingual

ἀντιδιαίρεσις, η (Α)
(Λογ.) διχοτομική υποδιαίρεση έννοιας γένους σε δύο έννοιες είδους αντιφατικά αντίθετες (π.χ., από τα όντα είναι άλλα αγαθά και άλλα μη αγαθά).