σπληνῖτις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(nl)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπληνῖτις''': -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι [[ἀγγεῖον]] τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος.
|lstext='''σπληνῖτις''': -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι [[ἀγγεῖον]] τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος.
}}
{{pape
|ptext=fem. zu [[σπληνίτης]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 6: Line 9:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-.
|elnltext=σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-.
}}
}}

Latest revision as of 12:38, 30 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

σπληνῖτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι ἀγγεῖον τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος.

German (Pape)

fem. zu σπληνίτης.

Russian (Dvoretsky)

σπληνῖτις: ῐδος adj. f селезеночный (φλέψ Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-.