θέμιστα: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "˙" to "·") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=themista | |Transliteration C=themista | ||
|Beta Code=qe/mista | |Beta Code=qe/mista | ||
|Definition=θέμιστας, | |Definition=θέμιστας, v. [[θέμις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θέμιστα:''' acc. sing. к [[θέμις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θέμιστα:''' θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του [[θέμις]]. | |lsmtext='''θέμιστα:''' θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του [[θέμις]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:26, 3 October 2022
English (LSJ)
θέμιστας, v. θέμις.
Russian (Dvoretsky)
θέμιστα: acc. sing. к θέμις.
Greek (Liddell-Scott)
θέμιστα: θέμιστας, ἴδε ἐν λ. θέμις. - Καθ’ Ἡσύχ. «θέμιστα· ἔννομα, νόμιμα»· - «θέμιστας· νόμους, δίκας»· - «θέμιστες· μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».
Greek Monotonic
θέμιστα: θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του θέμις.