κωφώ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />κωφῶ, -άω (Α) [[κωφός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να σταματήσει να μιλάει, [[βουβαίνω]] («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾱσαν ἰωήν», Οππ.)<br /><b>2.</b> [[κολοβώνω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κωφῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />αποβλακώνομαι.<br /><b>(II)</b><br />κωφῶ -έω (Α) [[κωφός]]<br /><b>πιθ.</b> [[κολοβώνω]] κάποιον.<br /><b>(III)</b><br />κωφῶ, -όω (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κωφώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />κωφῶ, -άω (Α) [[κωφός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να σταματήσει να μιλάει, [[βουβαίνω]] («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾶσαν ἰωήν», Οππ.)<br /><b>2.</b> [[κολοβώνω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κωφῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />αποβλακώνομαι.<br /><b>(II)</b><br />κωφῶ -έω (Α) [[κωφός]]<br /><b>πιθ.</b> [[κολοβώνω]] κάποιον.<br /><b>(III)</b><br />κωφῶ, -όω (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κωφώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 16:09, 8 May 2022

Greek Monolingual

(I)
κωφῶ, -άω (Α) κωφός
1. κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει, βουβαίνω («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾶσαν ἰωήν», Οππ.)
2. κολοβώνω κάποιον
3. παθ. κωφῶμαι, -άομαι
αποβλακώνομαι.
(II)
κωφῶ -έω (Α) κωφός
πιθ. κολοβώνω κάποιον.
(III)
κωφῶ, -όω (AM)
βλ. κωφώνω.