Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λυγαίος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />λυγαῑος, -αία, -ον (Α) [[λύγη]]<br /><b>1.</b> [[σκοτεινός]], [[σκούρος]], [[σκιερός]], [[σκιώδης]] («[[ὅταν]] δὲ νυκτὸς [[ὄμμα]] λυγαίας μόλῃ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λυγαία</i><br />[[ονομασία]] μιας πόας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυγαίως</i> (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, [[λεληθότως]]».<br /> <b>(II)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ετερόπτερων εντόμων της οικογένειας lygaeidae.
|mltxt=<b>(I)</b><br />λυγαῖος, -αία, -ον (Α) [[λύγη]]<br /><b>1.</b> [[σκοτεινός]], [[σκούρος]], [[σκιερός]], [[σκιώδης]] («[[ὅταν]] δὲ νυκτὸς [[ὄμμα]] λυγαίας μόλῃ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λυγαία</i><br />[[ονομασία]] μιας πόας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυγαίως</i> (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, [[λεληθότως]]».<br /> <b>(II)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ετερόπτερων εντόμων της οικογένειας lygaeidae.
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

(I)
λυγαῖος, -αία, -ον (Α) λύγη
1. σκοτεινός, σκούρος, σκιερός, σκιώδηςὅταν δὲ νυκτὸς ὄμμα λυγαίας μόλῃ», Σοφ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λυγαία
ονομασία μιας πόας.
επίρρ...
λυγαίως (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, λεληθότως».
(II)
ο
ζωολ. γένος ετερόπτερων εντόμων της οικογένειας lygaeidae.