σπίνα: Difference between revisions
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spina | |Transliteration C=spina | ||
|Beta Code=spi/na | |Beta Code=spi/na | ||
|Definition=ἡ,= < | |Definition=ἡ, =<br><span class="bld">A</span> σπίνος 1, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> a fish, Alex.84. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, =
A σπίνος 1, Hsch.
II a fish, Alex.84.
German (Pape)
[Seite 921] ἡ, = σπίνος; Alexis bei Ath. VII, 326 d; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σπίνα: ἢ σπίνη, ἡ, = σπίνος, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.»1.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
1. είδος ψαριού
2. το πουλί σπίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σπίνος (βλ. και λ. σπίζω, σπίγγος)].
(II)
η, Ν
(αρχ. αθλ.) διαχωριστικός τοίχος στο μέσο της αρένας τών ρωμαϊκών ιπποδρομίων διακοσμημένος με αγάλματα και οβελίσκους γύρω από τον οποίο γίνονταν οι αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. spina «αγκάθι, διαχωριστικός τοίχος στο μέσο της αρένας»].