νομιστεύομαι: Difference between revisions

(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nomisteyomai
|Transliteration C=nomisteyomai
|Beta Code=nomisteu/omai
|Beta Code=nomisteu/omai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be current</b>, παρά τισι <span class="bibl">Plb.18.34.7</span>, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.178</span>.</span>
|Definition=Pass., to [[be current]], παρά τισι Plb.18.34.7, cf. S.E.''M.''1.178.
}}
{{bailly
|btext=être consacré par l'usage légal, avoir cours (monnaie).<br />'''Étymologie:''' [[νομιστός]].
}}
{{elru
|elrutext='''νομιστεύομαι:''' (о монетах) быть общепринятым, иметь хождение, иметь законную силу Polyb., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νομιστεύομαι''': Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. [[νομειτεύεσθαι]].
|lstext='''νομιστεύομαι''': Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. [[νομειτεύεσθαι]].
}}
{{bailly
|btext=être consacré par l’usage légal, avoir cours (monnaie).<br />'''Étymologie:''' [[νομιστός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νομιστεύομαι:''' Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, [[κυκλοφορώ]] [[νόμιμα]], είμαι σε [[χρήση]], είμαι το ισχύον [[νόμισμα]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''νομιστεύομαι:''' Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, [[κυκλοφορώ]] [[νόμιμα]], είμαι σε [[χρήση]], είμαι το ισχύον [[νόμισμα]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''νομιστεύομαι:''' (о монетах) быть общепринятым, иметь хождение, иметь законную силу Polyb., Sext.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νομιστεύομαι]],<br />Pass. to be [[current]], Polyb.
|mdlsjtxt=[[νομιστεύομαι]],<br />Pass. to be [[current]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

English (LSJ)

Pass., to be current, παρά τισι Plb.18.34.7, cf. S.E.M.1.178.

French (Bailly abrégé)

être consacré par l'usage légal, avoir cours (monnaie).
Étymologie: νομιστός.

Russian (Dvoretsky)

νομιστεύομαι: (о монетах) быть общепринятым, иметь хождение, иметь законную силу Polyb., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστεύομαι: Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. νομειτεύεσθαι.

Greek Monotonic

νομιστεύομαι: Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, κυκλοφορώ νόμιμα, είμαι σε χρήση, είμαι το ισχύον νόμισμα, σε Πολύβ.

Middle Liddell

νομιστεύομαι,
Pass. to be current, Polyb.