νομιστός

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομιστός Medium diacritics: νομιστός Low diacritics: νομιστός Capitals: ΝΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: nomistós Transliteration B: nomistos Transliteration C: nomistos Beta Code: nomisto/s

English (LSJ)

νομιστή, νομιστόν,
A customary, Orac. ap. Phleg.Fr.36.10J.
II conventional, ν. πάντα καὶ πρός τι S.E.P.3.232.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
pensé, réputé, supposé.
Étymologie: νομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστός: -ή, -όν, νομιζόμενος, οὐδὲ ὁ θάνατος τῶν φύσει δεινῶν εἶναι νομίζοιτο ἄν, ὥσπερ οὐδὲ τὸ ζῆν τῶν φύσει καλῶν..., νομιστὰ δὲ πάντα Σέξτ. Ἐμπειρ. ΙΙ. 3, 24, 232, σελ. 186.

Greek Monolingual

νομιστός, -ή, -όν (Α) νομίζω
1. ο νομιζόμενος, ο συνηθισμένος, αυτός που γίνεται κατά συνήθεια
2. συμβατικός, κατά συνθήκη, κατά σύμβαση («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ τοῖον, νομιστὰ δὲ πάντα καὶ πρός τι», Σέξτ. Εμπ.).