μερί: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μηρί]], το (ΑM [[μηρίον]], Μ και μηρίν και μερίν και [[μερί]] και μέρι)<br />ο [[μηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> τα [[μεριά]]<br />α) οι λαγόνες και το [[μεταξύ]] αυτών [[τμήμα]] του σώματος<br />β) τα [[πλευρά]] της πρύμνης πλοίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]], [[υποστάτης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐβγαίνω ἀπὸ [[μερί]]» — [[κατάγομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[μηρία]]<br />τα μηριαία οστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μερί]] <span style="color: red;"><</span> <i>μερ</i>-<i>ίον</i> (με [[τροπή]] του /i/ σε /e/ προ του -<i>ρ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[σίδηρος]] &GT; [[σίδερο]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μηρ</i>-<i>ίον</i>, υποκορ. του [[μηρός]]].
|mltxt=και [[μηρί]], το (ΑM [[μηρίον]], Μ και μηρίν και μερίν και [[μερί]] και μέρι)<br />ο [[μηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> τα [[μεριά]]<br />α) οι λαγόνες και το [[μεταξύ]] αυτών [[τμήμα]] του σώματος<br />β) τα [[πλευρά]] της πρύμνης πλοίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]], [[υποστάτης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐβγαίνω ἀπὸ [[μερί]]» — [[κατάγομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[μηρία]]<br />τα μηριαία οστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μερί]] <span style="color: red;"><</span> <i>μερ</i>-<i>ίον</i> (με [[τροπή]] του /i/ σε /e/ προ του -<i>ρ</i>-, [[πρβλ]]. [[σίδηρος]] > [[σίδερο]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μηρ</i>-<i>ίον</i>, υποκορ. του [[μηρός]]].
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μηρί, το (ΑM μηρίον, Μ και μηρίν και μερίν και μερί και μέρι)
ο μηρός
νεοελλ.
στον πληθ. τα μεριά
α) οι λαγόνες και το μεταξύ αυτών τμήμα του σώματος
β) τα πλευρά της πρύμνης πλοίου
μσν.
1. βάση, υποστάτης
2. φρ. «ἐβγαίνω ἀπὸ μερί» — κατάγομαι
αρχ.
συν. στον πληθ. τα μηρία
τα μηριαία οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μερί < μερ-ίον (με τροπή του /i/ σε /e/ προ του -ρ-, πρβλ. σίδηρος > σίδερο) < μηρ-ίον, υποκορ. του μηρός].