οικουρός: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οικουρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]] ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] του («οἰκουρὸν [[γραΐδιον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που [[είναι]] [[μακριά]] από τον αγώνα<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[οἰκουρός]]<br />α) η [[οικοδέσποινα]], η [[νοικοκυρά]]<br />β) αξιέπαινη [[σύζυγος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οἰκουρὸς [[ὄφις]]» — το [[ιερό]] [[φίδι]] που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ουρός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>Fορός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i> «[[βλέπω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κηπ</i>-[[ουρός]], <i>οδ</i>-[[ουρός]]].
|mltxt=[[οικουρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]] ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] του («οἰκουρὸν [[γραΐδιον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που [[είναι]] [[μακριά]] από τον αγώνα<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[οἰκουρός]]<br />α) η [[οικοδέσποινα]], η [[νοικοκυρά]]<br />β) αξιέπαινη [[σύζυγος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οἰκουρὸς [[ὄφις]]» — το [[ιερό]] [[φίδι]] που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ουρός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>Fορός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i> «[[βλέπω]]»), [[πρβλ]]. [[κηπουρός]], [[οδουρός]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 9 May 2023

Greek Monolingual

οικουρός, -όν (Α)
1. (για σκύλο ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το σπίτι
2. αυτός που μένει στο σπίτι του («οἰκουρὸν γραΐδιον», Πολυδ.)
3. (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που είναι μακριά από τον αγώνα
4. το θηλ. ως ουσ.οἰκουρός
α) η οικοδέσποινα, η νοικοκυρά
β) αξιέπαινη σύζυγος
5. φρ. «οἰκουρὸς ὄφις» — το ιερό φίδι που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ουρός (< -Fορός < ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. κηπουρός, οδουρός].