περιωθώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[σπρώχνω]] κάποιον ή [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιωθοῡμαι</i><br />α) αποδιώχνομαι από μια [[θέση]], εκτοπίζομαι («ἀσθενὲς ὂν περιωθεῑται ὑπὸ τοῦ βιαιοτέρου», Διον. Αλ.)<br />β) αποβάλλομαι, εξορίζομαι<br />γ) <b>μτφ.</b> [[χάνω]] την [[εύνοια]] κάποιου, περιφρονούμαι («μὴ τοῑς τῶνδε λόγοις περιωσθῶμεν ἐν ὑμῑν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὠθῶ</i> «[[σπρώχνω]]»].
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[σπρώχνω]] κάποιον ή [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιωθοῦμαι</i><br />α) αποδιώχνομαι από μια [[θέση]], εκτοπίζομαι («ἀσθενὲς ὂν περιωθεῖται ὑπὸ τοῦ βιαιοτέρου», Διον. Αλ.)<br />β) αποβάλλομαι, εξορίζομαι<br />γ) <b>μτφ.</b> [[χάνω]] την [[εύνοια]] κάποιου, περιφρονούμαι («μὴ τοῖς τῶνδε λόγοις περιωσθῶμεν ἐν ὑμῖν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὠθῶ</i> «[[σπρώχνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:46, 13 October 2022

Greek Monolingual

-έω, Α
1. σπρώχνω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί
2. παθ. περιωθοῦμαι
α) αποδιώχνομαι από μια θέση, εκτοπίζομαι («ἀσθενὲς ὂν περιωθεῖται ὑπὸ τοῦ βιαιοτέρου», Διον. Αλ.)
β) αποβάλλομαι, εξορίζομαι
γ) μτφ. χάνω την εύνοια κάποιου, περιφρονούμαι («μὴ τοῖς τῶνδε λόγοις περιωσθῶμεν ἐν ὑμῖν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὠθῶ «σπρώχνω»].