присваивать себе: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προσεπιδράσσομαι]], [[προσεπιδράττομαι]], [[διανοσφίζομαι]], [[ἐκνοσφίζομαι]], [[μεταποιέω]], [[ἰδιοποιέομαι]], [[σφετερίζω]], [[ἐξιδιόομαι]], [[οἰκειόω]], [[οἰκηϊόω]], [[προσπεριβάλλω]], [[νοσφίζω]], [[ἀπονέμω]] | |rueltext=[[κατέχω]], [[ἐφέλκω]], [[προσεπιδράσσομαι]], [[προσεπιδράττομαι]], [[διανοσφίζομαι]], [[ἐκνοσφίζομαι]], [[μεταποιέω]], [[ἰδιοποιέομαι]], [[σφετερίζω]], [[ἐξιδιόομαι]], [[οἰκειόω]], [[οἰκηϊόω]], [[προσπεριβάλλω]], [[νοσφίζω]], [[ἀπονέμω]], [[προσποιέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 15 October 2019
Russian > Greek
κατέχω, ἐφέλκω, προσεπιδράσσομαι, προσεπιδράττομαι, διανοσφίζομαι, ἐκνοσφίζομαι, μεταποιέω, ἰδιοποιέομαι, σφετερίζω, ἐξιδιόομαι, οἰκειόω, οἰκηϊόω, προσπεριβάλλω, νοσφίζω, ἀπονέμω, προσποιέω