сетовать: Difference between revisions
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(6) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὀδύρομαο]], [[διολοφύρομαι]], [[ὀϊζύω]], [[οἰζύω]], [[ἐποΐζω]], [[κινύρομαι]], [[σχετλιάζω]], [[ταλανίζω]], [[νεμεσίζομαι]], [[ἐπαιτιάομαι]], [[δυσφημέω]], [[δυσανασχετέω]], [[προσολοφύρομαι]], [[στεναχίζω]], [[κατοιμώζω]], [[παράφημι]], [[πάρφημι]], [[παραίφημι]], [[πάρφαμι]], [[κατοικτίζω]] | |rueltext=[[ὀδύρομαο]], [[διολοφύρομαι]], [[ὀϊζύω]], [[οἰζύω]], [[ἐποΐζω]], [[κινύρομαι]], [[σχετλιάζω]], [[ταλανίζω]], [[νεμεσίζομαι]], [[ἐπαιτιάομαι]], [[δυσφημέω]], [[δυσανασχετέω]], [[προσολοφύρομαι]], [[στεναχίζω]], [[κατοιμώζω]], [[παράφημι]], [[πάρφημι]], [[παραίφημι]], [[πάρφαμι]], [[κατοικτίζω]], [[θρηνέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 18 October 2019
Russian > Greek
ὀδύρομαο, διολοφύρομαι, ὀϊζύω, οἰζύω, ἐποΐζω, κινύρομαι, σχετλιάζω, ταλανίζω, νεμεσίζομαι, ἐπαιτιάομαι, δυσφημέω, δυσανασχετέω, προσολοφύρομαι, στεναχίζω, κατοιμώζω, παράφημι, πάρφημι, παραίφημι, πάρφαμι, κατοικτίζω, θρηνέω