оберегать: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐξαιρέω]], [[παρατηρέω]], [[παραφυλάσσω]], [[παραφυλάττω]], [[βλέπω]], [[ἀπαλέξω]], [[τηρέω]], [[συνδιαφυλάσσω]], [[συνδιαφυλάττω]], [[συντηρέω]], [[διατηρέω]] | |rueltext=[[σώζω]], [[ἐξαιρέω]], [[παρατηρέω]], [[παραφυλάσσω]], [[παραφυλάττω]], [[βλέπω]], [[ἀπαλέξω]], [[τηρέω]], [[συνδιαφυλάσσω]], [[συνδιαφυλάττω]], [[συντηρέω]], [[διατηρέω]], [[στέγω]], [[ἐφοράω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 15 October 2019
Russian > Greek
σώζω, ἐξαιρέω, παρατηρέω, παραφυλάσσω, παραφυλάττω, βλέπω, ἀπαλέξω, τηρέω, συνδιαφυλάσσω, συνδιαφυλάττω, συντηρέω, διατηρέω, στέγω, ἐφοράω