устойчивый: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιστατικός]], [[ἰσόρροπος]], [[ἀπτώς]], [[δευσοποιός]], [[δυσκίνητος]], [[δυσκίνατος]], [[συστατός]], [[σύστατος]], [[συνερειστικός]], [[στάδιος]], [[ἑδραῖος]], [[σταθερός]], [[εὐσταθής]], [[ἐϋσταθής]] | |rueltext=[[σταδαῖος]], [[ἐπιστατικός]], [[ἰσόρροπος]], [[ἀπτώς]], [[δευσοποιός]], [[δυσκίνητος]], [[δυσκίνατος]], [[συστατός]], [[σύστατος]], [[συνερειστικός]], [[στάδιος]], [[ἑδραῖος]], [[σταθερός]], [[εὐσταθής]], [[ἐϋσταθής]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 15 October 2019
Russian > Greek
σταδαῖος, ἐπιστατικός, ἰσόρροπος, ἀπτώς, δευσοποιός, δυσκίνητος, δυσκίνατος, συστατός, σύστατος, συνερειστικός, στάδιος, ἑδραῖος, σταθερός, εὐσταθής, ἐϋσταθής