переделывать: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(5) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[μεταγράφω]], [[μετακαινίζω]], [[ἀναπλάσσω]], [[ἀναπλάττω]], [[μετασκευωρέομαι]], [[μεθαρμόζω]], [[μεθαρμόττω]], [[μεταποιέω]], [[μετακινέω]], [[μετασκευάζω]], [[μεταρρυθμίζω]], [[μετακοσμέω]], [[μεταχαράσσω]], [[μεταπλάσσω]], [[μεταπλάττω]], [[παραπλάσσω]], [[παραπλάττω]], [[ἀνακλώθω]], [[παρατεκταίνω]] | |rueltext=[[μεταγράφω]], [[μετακαινίζω]], [[ἀναπλάσσω]], [[ἀναπλάττω]], [[μετασκευωρέομαι]], [[μεθαρμόζω]], [[μεθαρμόττω]], [[μεταποιέω]], [[μετακινέω]], [[μετασκευάζω]], [[μεταρρυθμίζω]], [[μετακοσμέω]], [[μεταχαράσσω]], [[μεταπλάσσω]], [[μεταπλάττω]], [[παραπλάσσω]], [[παραπλάττω]], [[ἀνακλώθω]], [[παρατεκταίνω]], [[μεταβάλλω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 18 October 2019
Russian > Greek
μεταγράφω, μετακαινίζω, ἀναπλάσσω, ἀναπλάττω, μετασκευωρέομαι, μεθαρμόζω, μεθαρμόττω, μεταποιέω, μετακινέω, μετασκευάζω, μεταρρυθμίζω, μετακοσμέω, μεταχαράσσω, μεταπλάσσω, μεταπλάττω, παραπλάσσω, παραπλάττω, ἀνακλώθω, παρατεκταίνω, μεταβάλλω