παρατεκταίνω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
German (Pape)
[Seite 502] verzimmern, falsch zimmern, durch Zimmern verderben, übertr., αἶψά κε καὶ σύ, γεραιέ, ἔπος παρατεκτήναιο, Od. 14, 131, ein Wort verfälschen, Lügen schmieden; ohne den tadelnden Nebenbegriff Il. 14, 54, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο, Zeus könnte es nicht anders machen; Hesych. erkl. παρὰ τὰ ὄντα κατασκευάσειεν. – Daneben bauen, Plut. Pomp. 40.
French (Bailly abrégé)
construire auprès;
Moy. παρατεκταίνομαι;
1 fabriquer faussement, forger, imaginer;
2 dénaturer, changer.
Étymologie: παρά, τεκταίνω.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.-αρχ.
ενεργώ κατά έναν άλλο τρόπο («οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (κυρίως σχετικά με ξύλο) μετασχηματίζω, δίνω άλλο σχήμα ή μορφή
2. μέσ. παρατεκταίνομαι
αλλοιώνω, μεταβάλλω, πλάθω ψεύδη («αἶψά κε... ἔπος παρατεκτήναιο», Ομ. Οδ.)
3. οικοδομώ πλησίον, κτίζω κοντά («παρετεκτήνατο λαμπροτέραν οἰκίαν ἐκείνης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- τεκταίνω «κατασκευάζω»].
Russian (Dvoretsky)
παρατεκταίνω:
1 строить рядом (θέατρον Plut.);
2 med. (aor. opt. παρατεκτηναίμην) переустраивать, переделывать: οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο Hom. и Зевс не мог бы переустроить по-иному;
3 med. искажать, перевирать: ἔπος π. Hom. лгать, выдумывать.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρατεκταίνω, meestal med. verbouwen, anders maken, veranderen:; ταῦτα... οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς... αὐτὸς παρατεκτήναιτο dat zou zelfs Zeus zelf niet kunnen veranderen Il. 14.54; verzinnen:. ἔπος een verhaal Od. 14.131. ernaast laten bouwen.