разведывать: Difference between revisions
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[διϊχνεύω]], [[διασκοπιάομαι]], [[διοπτεύω]], [[προκαθοράω]], [[κατοπτεύω]], [[καταμανθάνω]], [[στιβέω]], [[ἐπιπωλέομαι]], [[διορύσσω]], [[διορύττω]], [[ἀποπυνθάνομαι]], [[ἐρέω]], [[ἀναμανθάνω]], [[ἐκπυνθάνομαι]], [[μεταλλάω]], [[κατασκέπτομαι]], [[σκέπτομαι]] | |rueltext=[[ἱστορέω]], [[διϊχνεύω]], [[διασκοπιάομαι]], [[διοπτεύω]], [[προκαθοράω]], [[κατοπτεύω]], [[καταμανθάνω]], [[στιβέω]], [[ἐπιπωλέομαι]], [[διορύσσω]], [[διορύττω]], [[ἀποπυνθάνομαι]], [[ἐρέω]], [[ἀναμανθάνω]], [[ἐκπυνθάνομαι]], [[μεταλλάω]], [[κατασκέπτομαι]], [[σκέπτομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 15 October 2019
Russian > Greek
ἱστορέω, διϊχνεύω, διασκοπιάομαι, διοπτεύω, προκαθοράω, κατοπτεύω, καταμανθάνω, στιβέω, ἐπιπωλέομαι, διορύσσω, διορύττω, ἀποπυνθάνομαι, ἐρέω, ἀναμανθάνω, ἐκπυνθάνομαι, μεταλλάω, κατασκέπτομαι, σκέπτομαι