ἀναμανθάνω

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμανθάνω Medium diacritics: ἀναμανθάνω Low diacritics: αναμανθάνω Capitals: ΑΝΑΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: anamanthánō Transliteration B: anamanthanō Transliteration C: anamanthano Beta Code: a)namanqa/nw

English (LSJ)

inquire closely, Hdt.9.101; learn afresh, Hsch.; simply, learn, D.S.34.17, Ph.1.406.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀμμ- Hsch.
1 indagar Hdt.9.101, I.AI 3.222
aor. saber, enterarse de τὸν θάνατον D.S.34.17, cf. Ph.1.406, Clem.Al.Strom.7.1.1.
2 aprender desde un principio Hsch.
ἀμμάθω· μεταμέλωμαι Hsch.

German (Pape)

[Seite 197] (s. μανθάνω), wieder, von neuem lernen; ausforschen, Her. 9, 101, Sp.

French (Bailly abrégé)

chercher à savoir.
Étymologie: ἀνά, μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμανθάνω: разузнавать, разведывать Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμανθάνω: μανθάνω τι μετ’ ἀκριβείας, λαμβάνω ἀκριβεῖς πληροφορίας, ἐξετάζω λεπτομερῶς, Ἡρόδ. 9. 101. - «ἀναμάθω, ἐξ ἀρχῆς μάθω» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀναμανθάνω (ΑΜ)
μαθαίνω κάτι με ακρίβεια, παίρνω ακριβείς πληροφορίες, πληροφορούμαι.

Greek Monotonic

ἀναμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, εξετάζω προσεκτικά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to inquire closely, Hdt.