deprive: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
No edit summary
m (Text replacement - "File:woodhouse_\d+\.jpg\|thumb" to "File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse1
{{Woodhouse1
|Text=[[File:woodhouse_213.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_213.jpg}}]]'''v. trans.'''
|Text=[[File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window|link={{filepath:woodhouse_213.jpg}}]]
===verb transitive===


P. and V. [[ἀφαιρέω|ἀφαιρεῖν]] (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος), νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), νοσφίζεσθαι (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.), Ar. and V. ἀποψιλοῦν (τινά τινος).
[[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἀφαιρέω]], [[ἀφαιρεῖν]] (τινί τι), [[ἀφαιρεῖσθαι]] (τινά τι), [[ἀποστερεῖν]] (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), [[στερεῖν]] (τινά τινος), [[στερίσκειν]] (τινά τινος), [[συλᾶν]] (τινά τι), [[ἀποσυλᾶν]] (τινά τι), [[verse|V.]] [[ἀποστερίσκειν]]; (τινά τινος), [[νοσφίσαι]] (1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), [[νοσφίζεσθαι]] (τινά τινος), [[ἀπονοσφίζειν]] (τινά τινος), [[ἐρημοῦν]] (τινά τινος) (rare [[prose|P.]]), [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ἀποψιλοῦν]]; (τινά τινος).


<b class="b2">Help</b> (<b class="b2">a person</b>) <b class="b2">in depriving</b>: P. συναποστερεῖν (τινά τινος with dat. of the person helped).
[[help]] (a [[person]]) in [[depriving]]: [[prose|P.]] [[συναποστερεῖν]] (τινά τινος with dat. of the person helped).


[[be deprived of]]: use also P. and V. στέρεσθαι (gen.,) ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι (gen.).
[[be deprived of]]: use also [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[στέρεσθαι]]; (gen.,) [[ἀπολείπεσθαι]] (gen.), [[verse|V.]] [[τητᾶσθαι]]; (gen.).


<b class="b2">Be deprived of in addition</b>: P. προσαποστερεῖσθαι (gen.).
[[be deprived of in addition]]: [[prose|P.]] [[προσαποστερεῖσθαι]] (gen.).


<b class="b2">Deprived of</b>: P. and V. [[ἐρῆμος]] (gen.), [[κενός]] (gen.), [[ἄμοιρος]] (gen.) (Plat.), V. [[ἄμμορος]] (gen.).
[[deprived of]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἐρῆμος]] (gen.), [[κενός]] (gen.), [[ἄμοιρος]] (gen.) ([[Plato]]), [[verse|V.]] [[ἄμμορος]] (gen.).
}}
}}

Latest revision as of 19:41, 9 December 2020

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for deprive - Opens in new window

verb transitive

P. and V. ἀφαιρέω, ἀφαιρεῖν (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν; (τινά τινος), νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), νοσφίζεσθαι (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.), Ar. and V. ἀποψιλοῦν; (τινά τινος).

help (a person) in depriving: P. συναποστερεῖν (τινά τινος with dat. of the person helped).

be deprived of: use also P. and V. στέρεσθαι; (gen.,) ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι; (gen.).

be deprived of in addition: P. προσαποστερεῖσθαι (gen.).

deprived of: P. and V. ἐρῆμος (gen.), κενός (gen.), ἄμοιρος (gen.) (Plato), V. ἄμμορος (gen.).