διχάλα: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dichala
|Transliteration C=dichala
|Beta Code=dixa/la
|Beta Code=dixa/la
|Definition=ἡ, Dor. for <b class="b3">διχήλη</b>, the <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fork]] of the legs, Medici ap.Gal. 14.707.</span>
|Definition=ἡ, Dor. for [[διχήλη]], the [[fork]] of the legs, Medici ap.Gal. 14.707.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 22:55, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχάλα Medium diacritics: διχάλα Low diacritics: διχάλα Capitals: ΔΙΧΑΛΑ
Transliteration A: dichála Transliteration B: dichala Transliteration C: dichala Beta Code: dixa/la

English (LSJ)

ἡ, Dor. for διχήλη, the fork of the legs, Medici ap.Gal. 14.707.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
dór. entrepierna σκήλη, ὧν τὴν διασχίδα, διχάλαν οἱ παλαιοὶ λέγουσιν Gal.14.707.

Greek Monolingual

η και διχάλι, το (AM διχάλα)
νεοελλ.
1. κάθε αντικείμενο, φυσικό ή τεχνητό, με δύο σκέλη
2. παιδικό παιχνίδι με διχαλωτό σχήμα, σφεντόνα, λάστιχο
3. το γεωργικό εργαλείο δίκρανο
4. το σχήμα που σχηματίζει το κόκαλο της ωμοπλάτης
αρχ.
η γωνία που σχηματίζουν τα πόδια.