τρῦμα: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tryma
|Transliteration C=tryma
|Beta Code=tru=ma
|Beta Code=tru=ma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τρύμη]], [[hole]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>447</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> τρύμα, = [[πόνος]], Theognost.<span class="title">Can.</span>24.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> = [[τρύμη]], [[hole]], Sch.Ar.''Nu.''447.<br><span class="bld">II</span> τρύμα, = [[πόνος]], Theognost.''Can.''24.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ [[τρύω]]<br />οπή που έχει προκύψει από [[τριβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[δρύπη]] της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το [[ενδοκάρπιο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) «[[πόνος]]».
|mltxt=το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ [[τρύω]]<br />οπή που έχει προκύψει από [[τριβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[δρύπη]] της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το [[ενδοκάρπιο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) «[[πόνος]]».
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[τρύμη]], <i>das Loch</i> (?).
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῦμα Medium diacritics: τρῦμα Low diacritics: τρύμα Capitals: ΤΡΥΜΑ
Transliteration A: trŷma Transliteration B: tryma Transliteration C: tryma Beta Code: tru=ma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A = τρύμη, hole, Sch.Ar.Nu.447.
II τρύμα, = πόνος, Theognost.Can.24.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦμα: τό, (τρύω) = τρύμη, ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447. ΙΙ. = πόνος, Θεογνώστ. Καν. 24. 22.

Greek Monolingual

το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ τρύω
οπή που έχει προκύψει από τριβή
νεοελλ.
βοτ. δρύπη της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το ενδοκάρπιο
μσν.-αρχ.
(κατά τον Θεόγνωστ.) «πόνος».

German (Pape)

τό, = τρύμη, das Loch (?).