ταριχευτός: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (LSJ1 replacement) |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=taricheftos | |Transliteration C=taricheftos | ||
|Beta Code=tarixeuto/s | |Beta Code=tarixeuto/s | ||
|Definition= | |Definition=ταριχευτή, ταριχευτόν, [[salted]], [[pickled]], [[κρέα]] Plu.2.685d, cf. Dsc.3.45; τὰ ταριχευτά. Plu.2.912c, Sor.1.94. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1071.png Seite 1071]] adj. verb. von [[ταριχεύω]], eingesalzen, eingepökelt, einbalsamirt, Athen. oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1071.png Seite 1071]] adj. verb. von [[ταριχεύω]], eingesalzen, eingepökelt, einbalsamirt, Athen. oft. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />imprégné de saumure, salé <i>ou</i> embaumé.<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰρῑχευτός:''' [adj. verb. к [[ταριχεύω]] засоленный, соленый (κρέατα Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰρῑχευτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., τεταριχευμένος, [[παστός]], «ἁλατισμένος», Πλούτ. 2. 685D, 912E. | |lstext='''τᾰρῑχευτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., τεταριχευμένος, [[παστός]], «ἁλατισμένος», Πλούτ. 2. 685D, 912E. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ταριχευτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ταριχεύω]]<br />(για τρόφιμα) ταριχευμένος, [[παστός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.). | |mltxt=-ή, -ό / [[ταριχευτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ταριχεύω]]<br />(για τρόφιμα) ταριχευμένος, [[παστός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ταριχευτή, ταριχευτόν, salted, pickled, κρέα Plu.2.685d, cf. Dsc.3.45; τὰ ταριχευτά. Plu.2.912c, Sor.1.94.
German (Pape)
[Seite 1071] adj. verb. von ταριχεύω, eingesalzen, eingepökelt, einbalsamirt, Athen. oft.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
imprégné de saumure, salé ou embaumé.
Étymologie: ταριχεύω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρῑχευτός: [adj. verb. к ταριχεύω засоленный, соленый (κρέατα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., τεταριχευμένος, παστός, «ἁλατισμένος», Πλούτ. 2. 685D, 912E.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ταριχευτός, -ή, -όν, ΝΜΑ ταριχεύω
(για τρόφιμα) ταριχευμένος, παστός
μσν.-αρχ.
αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.).