ἐξελκυσμός: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekselkysmos | |Transliteration C=ekselkysmos | ||
|Beta Code=e)celkusmo/s | |Beta Code=e)celkusmo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[pulling out]], [[removal]], Ruf. ap. Orib.8.39.13.<br><span class="bld">II</span> [[extension]], Heliod. ap.Orib.49.10.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A pulling out, removal, Ruf. ap. Orib.8.39.13.
II extension, Heliod. ap.Orib.49.10.6.
German (Pape)
[Seite 876] ὁ, das Herausziehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελκυσμός: ὁ, μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ ὀστῶν ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς βάθος, Συγγρ. Ἰατρ. Ὁρισμ.
Greek Monolingual
ο (Α ἐξελκυσμός)
ιατρ. σύνολο χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η έξοδος του κυήματος από τα γεννητικά όργανα της μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών
αρχ.
1. ώθηση προς τα έξω, μετακίνηση
2. μετακίνηση.