δειροτομέω: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deirotomeo
|Transliteration C=deirotomeo
|Beta Code=deirotome/w
|Beta Code=deirotome/w
|Definition=fut. <b class="b3">-ήσω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cut the throat]] of a person, σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις <span class="bibl">Il.21.89</span>, cf. <span class="bibl">555</span>, <span class="bibl">Od.22.349</span>.</span>
|Definition=fut. -ήσω, [[cut the throat]] of a person, σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Il.21.89, cf. 555, Od.22.349.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''δειροτομέω''': μέλλ. –ήσω, [[κόπτω]] τὸν λαιμόν τινος, [[ἀποκεφαλίζω]], σὺ δ’ [[ἄμφω]] δειροτομήσεις Ἰλ. Φ. 89, πρβλ. 555, Ὀδ. Χ. 349.
|dgtxt=[[cortar el cuello]], [[degollar]], [[matar]] σὺ δ' [[ἄμφω]] δειροτομήσεις <i>Il</i>.21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει <i>Il</i>.21.555, cf. <i>Od</i>.22.349, Nonn.<i>D</i>.37.48, [[δύω]] βόε δειροτομῆσαι <i>h.Merc</i>.405, cf. <i>Il</i>.23.174, τὴν Γοργόνα ἐδειροτόμησεν Zen.1.41, cf. Euctenius <i>C.Par</i>.19.3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> δειροτομήσω;<br />couper le cou, décapiter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[δειρή]], [[τέμνω]].
|btext=[[δειροτομῶ]] :<br /><i>f.</i> δειροτομήσω;<br />couper le cou, décapiter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[δειρή]], [[τέμνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δειροτομέω &#91;[[δέρη]], [[τέμνω]]] iem. de hals doorsnijden, met acc.
}}
{{pape
|ptext=<i>den Hals [[abschneiden]]</i>, τινά; [[ἄμφω]] δειροτομήσεις <i>Il</i>. 21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει 21.555, μή με λιλαίεο δειροτομῆσαι <i>Od</i>. 22.349, τῶν ἐνέβαλλε πυρῇ [[δύο]] δειροτομήσας <i>Il</i>. 23.174. Vgl. das [[Komposit]]. [[ἀποδειροτομέω]], welchesin [[Ilias]] und [[Odyssee]] [[mehrmals]] nach Homerischer Art [[anstatt]] des simpl. [[δειροτομέω]] [[gebraucht]] ist.
}}
{{elru
|elrutext='''δειροτομέω:''' [[перерезывать шею]], [[обезглавливать]] (τινα Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[τέμνω]]): [[cut]] the [[throat]], [[behead]].
|auten=([[τέμνω]]): [[cut]] the [[throat]], [[behead]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[cortar el cuello]], [[degollar]], [[matar]] σὺ δ' [[ἄμφω]] δειροτομήσεις <i>Il</i>.21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει <i>Il</i>.21.555, cf. <i>Od</i>.22.349, Nonn.<i>D</i>.37.48, [[δύω]] βόε δειροτομῆσαι <i>h.Merc</i>.405, cf. <i>Il</i>.23.174, τὴν Γοργόνα ἐδειροτόμησεν Zen.1.41, cf. Euctenius <i>C.Par</i>.19.3.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δειροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τέμνω]]), [[κόβω]] το λαιμό ενός ανθρώπου, [[αποκεφαλίζω]], σὺδ' [[ἄμφω]] δειροτομήσεις, σε Όμηρ.
|lsmtext='''δειροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τέμνω]]), [[κόβω]] το λαιμό ενός ανθρώπου, [[αποκεφαλίζω]], σὺδ' [[ἄμφω]] δειροτομήσεις, σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δειροτομέω:''' перерезывать шею, обезглавливать (τινα Hom.).
|lstext='''δειροτομέω''': μέλλ. –ήσω, [[κόπτω]] τὸν λαιμόν τινος, [[ἀποκεφαλίζω]], σὺ δ’ [[ἄμφω]] δειροτομήσεις Ἰλ. Φ. 89, πρβλ. 555, Ὀδ. Χ. 349.
}}
{{elnl
|elnltext=δειροτομέω [δέρη, τέμνω] iem. de hals doorsnijden, met acc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τέμνω]]<br />to cut the [[throat]] of a [[person]], [[behead]], σὺ δ' [[ἄμφω]] δειροτομήσεις Hom.
|mdlsjtxt=[[τέμνω]]<br />to cut the [[throat]] of a [[person]], [[behead]], σὺ δ' [[ἄμφω]] δειροτομήσεις Hom.
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 16 March 2024

English (LSJ)

fut. -ήσω, cut the throat of a person, σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Il.21.89, cf. 555, Od.22.349.

Spanish (DGE)

cortar el cuello, degollar, matar σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Il.21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει Il.21.555, cf. Od.22.349, Nonn.D.37.48, δύω βόε δειροτομῆσαι h.Merc.405, cf. Il.23.174, τὴν Γοργόνα ἐδειροτόμησεν Zen.1.41, cf. Euctenius C.Par.19.3.

French (Bailly abrégé)

δειροτομῶ :
f. δειροτομήσω;
couper le cou, décapiter, acc..
Étymologie: δειρή, τέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειροτομέω [δέρη, τέμνω] iem. de hals doorsnijden, met acc.

German (Pape)

den Hals abschneiden, τινά; ἄμφω δειροτομήσεις Il. 21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει 21.555, μή με λιλαίεο δειροτομῆσαι Od. 22.349, τῶν ἐνέβαλλε πυρῇ δύο δειροτομήσας Il. 23.174. Vgl. das Komposit. ἀποδειροτομέω, welchesin Ilias und Odyssee mehrmals nach Homerischer Art anstatt des simpl. δειροτομέω gebraucht ist.

Russian (Dvoretsky)

δειροτομέω: перерезывать шею, обезглавливать (τινα Hom.).

English (Autenrieth)

(τέμνω): cut the throat, behead.

Greek Monotonic

δειροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), κόβω το λαιμό ενός ανθρώπου, αποκεφαλίζω, σὺδ' ἄμφω δειροτομήσεις, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

δειροτομέω: μέλλ. –ήσω, κόπτω τὸν λαιμόν τινος, ἀποκεφαλίζω, σὺ δ’ ἄμφω δειροτομήσεις Ἰλ. Φ. 89, πρβλ. 555, Ὀδ. Χ. 349.

Middle Liddell

τέμνω
to cut the throat of a person, behead, σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Hom.