καταδακτυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - ",," to ",")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katadaktylizo
|Transliteration C=katadaktylizo
|Beta Code=katadaktuli/zw
|Beta Code=katadaktuli/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[feel with the finger]], sens. obsc., <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.83</span> B., Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>548</span>.</span>
|Definition=[[feel with the finger]], [[sensu obsceno|sens. obsc.]], Phryn.''PS''p.83 B., Sch.Ar.''Pax''548.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1344.png Seite 1344]] mit dem Finger berühren, in obscönem Sinne, von Knabenschändern, nach Phryn. in B. A. 48, 23 u. Moeris hellenistisch für das attische [[σκιμαλίζω]]; vgl. Hesych. σιφνιάζειν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1344.png Seite 1344]] mit dem Finger berühren, in obscönem Sinne, von Knabenschändern, nach Phryn. in B. A. 48, 23 u. Moeris hellenistisch für das attische [[σκιμαλίζω]]; vgl. Hesych. σιφνιάζειν.
}}
{{bailly
|btext=τὸ [[ἀσελγῶς]] [[τῷ]] δακτύλῳ τῆς τοῦ [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δάκτυλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδακτῠλίζω''': «καταδακτυλίζειν: τῷ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι. τοῦτο καὶ σκιμαλίζειν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν» Α. Β. 48. 23· καταδακτῠλικός, ή, όν,, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ καταδακτυλίζειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1381: πρβλ. [[σκιμαλίζω]].
|lstext='''καταδακτῠλίζω''': «καταδακτυλίζειν: τῷ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι. τοῦτο καὶ σκιμαλίζειν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν» Α. Β. 48. 23· καταδακτῠλικός, ή, όν, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ καταδακτυλίζειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1381: πρβλ. [[σκιμαλίζω]].
}}
{{bailly
|btext=τὸ [[ἀσελγῶς]] [[τῷ]] δακτύλῳ τῆς [[τοῦ]] [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δάκτυλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταδακτυλίζω]] (Α)<br />(για παιδεραστές) [[βάζω]] το μεσαίο [[δάχτυλο]] στον πρωκτό κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δακτυλίζω]] «[[δακτυλοδεικτώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]])].
|mltxt=[[καταδακτυλίζω]] (Α)<br />(για παιδεραστές) [[βάζω]] το μεσαίο [[δάχτυλο]] στον πρωκτό κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δακτυλίζω]] «[[δακτυλοδεικτώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:07, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδακτῠλίζω Medium diacritics: καταδακτυλίζω Low diacritics: καταδακτυλίζω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΚΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: katadaktylízō Transliteration B: katadaktylizō Transliteration C: katadaktylizo Beta Code: katadaktuli/zw

English (LSJ)

feel with the finger, sens. obsc., Phryn.PSp.83 B., Sch.Ar.Pax548.

German (Pape)

[Seite 1344] mit dem Finger berühren, in obscönem Sinne, von Knabenschändern, nach Phryn. in B. A. 48, 23 u. Moeris hellenistisch für das attische σκιμαλίζω; vgl. Hesych. σιφνιάζειν.

French (Bailly abrégé)

τὸ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ πέλας ἕδρας ἅπτεσθαι.
Étymologie: κατά, δάκτυλος.

Greek (Liddell-Scott)

καταδακτῠλίζω: «καταδακτυλίζειν: τῷ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ πέλας ἕδρας ἅπτεσθαι. τοῦτο καὶ σκιμαλίζειν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν» Α. Β. 48. 23· καταδακτῠλικός, ή, όν, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ καταδακτυλίζειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1381: πρβλ. σκιμαλίζω.

Greek Monolingual

καταδακτυλίζω (Α)
(για παιδεραστές) βάζω το μεσαίο δάχτυλο στον πρωκτό κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δακτυλίζω «δακτυλοδεικτώ» (< δάκτυλος)].