θεόκτιστος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theoktistos
|Transliteration C=theoktistos
|Beta Code=qeo/ktistos
|Beta Code=qeo/ktistos
|Definition=ον (also <b class="b3"></b>, Dor. α<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span>, -ον <span class="title">Trag.Adesp.</span> 85), [[created]], [[established]], or [[founded by God]], <b class="b3">φλόξ</b> l.c., cf. <span class="bibl">Limen. 36</span>; πόλις <span class="title">OGI</span>168.4 (Egypt, ii B.C., v. corrigenda); νομοθεσία <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>6.23</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> name of an eyesalve, Dessau <span class="title">Inscr.Lat.Sel.</span> 8738.</span>
|Definition=θεόκτιστον (also -η, Dor. α<br><span class="bld">A</span>, -ον ''Trag.Adesp.'' 85), [[created]], [[established]], or [[founded by God]], [[φλόξ]] [[l.c.]], cf. Limen. 36; πόλις ''OGI''168.4 (Egypt, ii B.C., v. corrigenda); νομοθεσία [[LXX]] ''2 Ma.''6.23.<br><span class="bld">II</span> name of an eyesalve, Dessau ''Inscr.Lat.Sel.'' 8738.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1196.png Seite 1196]] von Gott erbau't, gemacht, p. bei Ar. Poet. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1196.png Seite 1196]] von Gott erbau't, gemacht, p. bei Ar. Poet. 21.
}}
{{elru
|elrutext='''θεόκτιστος:''' [[созданный богами]], [[богосотворенный]] ([[φλόξ]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και θεόχτιοτος, -η, -ο (AM θεόκτιοτος, -ον, Α και [[θεόκτιτος]], -ον, θηλ. και θεοκτίστη και θεοκτίστα)<br />ο κτισμένος από θεό, ο δημιουργημένος από θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο πολύ [[ογκώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θεόκτιστον</i><br />[[ονομασία]] κολλυρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>κτιστος</i>, <i>νεό</i>-<i>κτιστος</i>].
|mltxt=και θεόχτιοτος, -η, -ο (AM θεόκτιοτος, -ον, Α και [[θεόκτιτος]], -ον, θηλ. και θεοκτίστη και θεοκτίστα)<br />ο κτισμένος από θεό, ο δημιουργημένος από θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο πολύ [[ογκώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θεόκτιστον</i><br />[[ονομασία]] κολλυρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), [[πρβλ]]. [[άκτιστος]], [[νεόκτιστος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεόκτιστος:''' созданный богами, богосотворенный ([[φλόξ]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

English (LSJ)

θεόκτιστον (also -η, Dor. α
A, -ον Trag.Adesp. 85), created, established, or founded by God, φλόξ l.c., cf. Limen. 36; πόλις OGI168.4 (Egypt, ii B.C., v. corrigenda); νομοθεσία LXX 2 Ma.6.23.
II name of an eyesalve, Dessau Inscr.Lat.Sel. 8738.

German (Pape)

[Seite 1196] von Gott erbau't, gemacht, p. bei Ar. Poet. 21.

Russian (Dvoretsky)

θεόκτιστος: созданный богами, богосотворенный (φλόξ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόκτιστος: -ον, καὶ η, ον, δημιουργηθεὶς ὑπὸ θεοῦ, σπείρων θεοκτίσταν φλόγα Τραγ. παρ’ Ἀριστ. Ποιητ. 21, 14.

Greek Monolingual

και θεόχτιοτος, -η, -ο (AM θεόκτιοτος, -ον, Α και θεόκτιτος, -ον, θηλ. και θεοκτίστη και θεοκτίστα)
ο κτισμένος από θεό, ο δημιουργημένος από θεό
νεοελλ.
ο πολύ ογκώδης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το θεόκτιστον
ονομασία κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κτιστος (< κτίζω), πρβλ. άκτιστος, νεόκτιστος].