πρώτειος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proteios
|Transliteration C=proteios
|Beta Code=prw/teios
|Beta Code=prw/teios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of the first quality]], μέταξα Lyd.<span class="title">Mag.</span>2.4; οἶνος <span class="bibl">Orib.5.33.4</span>, cf. <span class="bibl">Aët.12.55</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1764</span> (vi A.D.).</span>
|Definition=α, ον, [[of the first quality]], μέταξα Lyd.''Mag.''2.4; οἶνος Orib.5.33.4, cf. Aët.12.55, ''PLond.''5.1764 (vi A.D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ή πρωτεῑος, -εία, -ον, Α [[πρωτεῑον]]<br />(για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που κατέχει την πρώτη [[θέση]], που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, ο [[έξοχος]] (α. «πρωτείου δούλου τιμὴν κατέβαλε», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «καὶ τὰ ἴσα σοι παρασχεῑν ἐν πρωτείῳ οἴνῳ», πάπ.).
|mltxt=ή πρωτεῖος, -εία, -ον, Α [[πρωτεῖον]]<br />(για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που κατέχει την πρώτη [[θέση]], που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, ο [[έξοχος]] (α. «πρωτείου δούλου τιμὴν κατέβαλε», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «καὶ τὰ ἴσα σοι παρασχεῖν ἐν πρωτείῳ οἴνῳ», πάπ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώτειος Medium diacritics: πρώτειος Low diacritics: πρώτειος Capitals: ΠΡΩΤΕΙΟΣ
Transliteration A: prṓteios Transliteration B: prōteios Transliteration C: proteios Beta Code: prw/teios

English (LSJ)

α, ον, of the first quality, μέταξα Lyd.Mag.2.4; οἶνος Orib.5.33.4, cf. Aët.12.55, PLond.5.1764 (vi A.D.).

Greek Monolingual

ή πρωτεῖος, -εία, -ον, Α πρωτεῖον
(για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, ο έξοχος (α. «πρωτείου δούλου τιμὴν κατέβαλε», Ιωάνν. Χρυσ.
β. «καὶ τὰ ἴσα σοι παρασχεῖν ἐν πρωτείῳ οἴνῳ», πάπ.).