ἀκάτακτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akataktos
|Transliteration C=akataktos
|Beta Code=a)ka/taktos
|Beta Code=a)ka/taktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not to be broken]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>385a14</span>; [[unbroken]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>39</span>.</span>
|Definition=ἀκάτακτον, [[not to be broken]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''385a14; [[unbroken]], Phld.''Mort.''39.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no se rompe]], [[indemne]] κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν> Phld.<i>Mort</i>.39.5.<br /><b class="num">2</b> [[irrompible]] Arist.<i>Mete</i>.385<sup>a</sup>14.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unzerbrechlich]]</i>, Arist. <i>Meteor</i>. 4.8.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάτακτος:''' [[не ломающийся]], [[неломкий]] (σώματα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκάτακτος''': -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5.
|lstext='''ἀκάτακτος''': -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no se rompe]], [[indemne]] κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν> Phld.<i>Mort</i>.39.5.<br /><b class="num">2</b> [[irrompible]] Arist.<i>Mete</i>.385<sup>a</sup>14.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκάτακτος]], -ον (Α) [[κατάγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[άθραυστος]], ο [[ατσάκιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σπάσει.
|mltxt=[[ἀκάτακτος]], -ον (Α) [[κατάγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[άθραυστος]], ο [[ατσάκιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σπάσει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάτακτος:''' не ломающийся, неломкий (σώματα Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάτακτος Medium diacritics: ἀκάτακτος Low diacritics: ακάτακτος Capitals: ΑΚΑΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: akátaktos Transliteration B: akataktos Transliteration C: akataktos Beta Code: a)ka/taktos

English (LSJ)

ἀκάτακτον, not to be broken, Arist.Mete.385a14; unbroken, Phld.Mort.39.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no se rompe, indemne κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν> Phld.Mort.39.5.
2 irrompible Arist.Mete.385a14.

German (Pape)

unzerbrechlich, Arist. Meteor. 4.8.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάτακτος: не ломающийся, неломкий (σώματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάτακτος: -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5.

Greek Monolingual

ἀκάτακτος, -ον (Α) κατάγνυμι
1. αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο άθραυστος, ο ατσάκιστος
2. αυτός που δεν έχει σπάσει.