ἀποτερματίζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apotermatizo | |Transliteration C=apotermatizo | ||
|Beta Code=a)potermati/zw | |Beta Code=a)potermati/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[bound]], [[limit]], [[define]], Anon,''Geog.Comp.''19, cf. 10 (Pass.); [[bring to an end]], [[λόγος|λόγον]] dub. in Phld.''D.''3.14.<br><span class="bld">II</span> Med., [[look towards]], <b class="b3">εἴς τι</b> prob. for <b class="b3">ἀποτελμ-</b> in Hp.''Decent.''3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[terminar]] λόγον Phld.<i>D</i>.3.14.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[limitar]] ἡ Σηρικὴ ... ἀποτερματίζουσα τῆς ἐγνωσμένης (γῆς) la Sérica (China) que forma el límite de la tierra conocida</i> Anon.<i>Geog.Comp</i>.19, en v. med. ἀποτερματίζεται παρὰ Εὐρώπῃ λίμνῃ τῇ Μαιώτιδι Anon.<i>Geog.Comp</i>.10, (τὸ οἰκούμενον μέρος τῆς γῆς) οὐ δύναται ἀποτερματίζεσθαι κύκλῳ Gem.16.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[limitarse]], [[ceñirse]] ἐς ἀληθείην Hp.<i>Decent</i>.3. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτερμᾰτίζω''': [[περιορίζω]], [[ὁρίζω]], Ἀγαθήμ. 2. 4· καὶ ἀποτερματισμός, οῦ, ὁ, [[ὅριον]], Πρόκλ. π. σφαίρ. 27, σ. 48· [[ὡσαύτως]] ἀποτερμάτωσις, εως, ἡ, Ἐτυμολ. Μ. 583. 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. = τῷ Ὁμηρικῷ, τέρμ’ ὁράαν, ἐς ἀλήθειαν πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν ἀποτερματιζόμενοι, [[ὅπερ]] ἐστίν, ἀποβλέποντες, ἀποσκοποῦντες, κατὰ διόρθ. Κοραῆ ἀντὶ ἀποτελματιζόμενοι, Ἱππ. 23. 2, (Πλουτ. Ρωμ. 11, ἔκδ. Κοραῆ, τ. Α΄, σ. 369). | |lstext='''ἀποτερμᾰτίζω''': [[περιορίζω]], [[ὁρίζω]], Ἀγαθήμ. 2. 4· καὶ ἀποτερματισμός, οῦ, ὁ, [[ὅριον]], Πρόκλ. π. σφαίρ. 27, σ. 48· [[ὡσαύτως]] ἀποτερμάτωσις, εως, ἡ, Ἐτυμολ. Μ. 583. 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. = τῷ Ὁμηρικῷ, τέρμ’ ὁράαν, ἐς ἀλήθειαν πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν ἀποτερματιζόμενοι, [[ὅπερ]] ἐστίν, ἀποβλέποντες, ἀποσκοποῦντες, κατὰ διόρθ. Κοραῆ ἀντὶ ἀποτελματιζόμενοι, Ἱππ. 23. 2, (Πλουτ. Ρωμ. 11, ἔκδ. Κοραῆ, τ. Α΄, σ. 369). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποτερματίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορίζω]], [[καθορίζω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀποτερματίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορίζω]], [[καθορίζω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
A bound, limit, define, Anon,Geog.Comp.19, cf. 10 (Pass.); bring to an end, λόγον dub. in Phld.D.3.14.
II Med., look towards, εἴς τι prob. for ἀποτελμ- in Hp.Decent.3.
Spanish (DGE)
I terminar λόγον Phld.D.3.14.
II intr.
1 limitar ἡ Σηρικὴ ... ἀποτερματίζουσα τῆς ἐγνωσμένης (γῆς) la Sérica (China) que forma el límite de la tierra conocida Anon.Geog.Comp.19, en v. med. ἀποτερματίζεται παρὰ Εὐρώπῃ λίμνῃ τῇ Μαιώτιδι Anon.Geog.Comp.10, (τὸ οἰκούμενον μέρος τῆς γῆς) οὐ δύναται ἀποτερματίζεσθαι κύκλῳ Gem.16.5.
2 en v. med. limitarse, ceñirse ἐς ἀληθείην Hp.Decent.3.
German (Pape)
[Seite 330] abgränzen; Sp. auch von den Gränzen ausschließen, ausrotten.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτερμᾰτίζω: περιορίζω, ὁρίζω, Ἀγαθήμ. 2. 4· καὶ ἀποτερματισμός, οῦ, ὁ, ὅριον, Πρόκλ. π. σφαίρ. 27, σ. 48· ὡσαύτως ἀποτερμάτωσις, εως, ἡ, Ἐτυμολ. Μ. 583. 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. = τῷ Ὁμηρικῷ, τέρμ’ ὁράαν, ἐς ἀλήθειαν πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν ἀποτερματιζόμενοι, ὅπερ ἐστίν, ἀποβλέποντες, ἀποσκοποῦντες, κατὰ διόρθ. Κοραῆ ἀντὶ ἀποτελματιζόμενοι, Ἱππ. 23. 2, (Πλουτ. Ρωμ. 11, ἔκδ. Κοραῆ, τ. Α΄, σ. 369).
Greek Monolingual
ἀποτερματίζω (Α)
1. ορίζω, καθορίζω
2. (-ομαι) αποβλέπω σε κάτι.