αποβλέπω
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἀποβλέπω)
1. ατενίζω, βλέπω προσεκτικά
2. βλέπω με αισιοδοξία, ευελπιστώ
3. αφορώ ή επιδιώκω («σε τι αποβλέπει»)
4. παύω να βλέπω, γυρίζω τα μάτια μου αλλού
μσν.- νεοελλ.
βλέπω το αποτέλεσμα
νεοελλ.
1. δεν δίνω προσοχή σε κάτι ή κάποιον, τον βλέπω με περιφρόνηση
2. φρ. «είδα κι' απόειδα» βεβαιώθηκα και απογοητεύθηκα για κάτι
μσν.
φροντίζω
αρχ.
1. βλέπω με θαυμασμό και αγάπη
2. ρίχνω μια ματιά.