ἀπόμαγμα: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apomagma
|Transliteration C=apomagma
|Beta Code=a)po/magma
|Beta Code=a)po/magma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[anything used for wiping]] or [[cleaning]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Medic.</span>2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">dirt washed off</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>34</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[impression of a seal]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.19.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lap.</span>67</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> anything used for [[wiping]] or [[cleaning]], Hp.''Medic.''2.<br><span class="bld">2</span> [[dirt washed off]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''34.<br><span class="bld">II</span> [[impression of a seal]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.19.5, ''Lap.''67.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[compresa]] o [[apósito]] para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.<i>Medic</i>.2.<br /><b class="num">2</b> [[líquido de desecho]], [[basura]], [[residuo]] στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.<i>Fr</i>.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον [[ἀπόμαγμα]] <i>Vit.Aesop.G</i> 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας <i>Gp</i>.16.1.7, cf. Phot.α 2563.<br /><b class="num">3</b> [[impresión de un sello]] τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.<i>CP</i> 6.19.5, cf. <i>Lap</i>.67.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόμαγμα''': -ατος, τό, ([[ἀπομάσσω]]) πᾶν ὅ,τι μεταχειρίζεταί τις πρὸς σπογγισμὸν ἢ καθαρισμόν, Ἱππ. 19. 47. 2) ὡς τὸ [[κάθαρμα]], ἡ ἀπορριπτομένη [[ἀκαθαρσία]], Σοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. τὸ [[ἀποτύπωμα]] σφραγῖδος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 5, ὁ αὐτ. περὶ Λίθων 67.
|lstext='''ἀπόμαγμα''': -ατος, τό, ([[ἀπομάσσω]]) πᾶν ὅ,τι μεταχειρίζεταί τις πρὸς σπογγισμὸν ἢ καθαρισμόν, Ἱππ. 19. 47. 2) ὡς τὸ [[κάθαρμα]], ἡ ἀπορριπτομένη [[ἀκαθαρσία]], Σοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. τὸ [[ἀποτύπωμα]] σφραγῖδος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 5, ὁ αὐτ. περὶ Λίθων 67.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[compresa]] o [[apósito]] para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.<i>Medic</i>.2.<br /><b class="num">2</b> [[líquido de desecho]], [[basura]], [[residuo]] στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.<i>Fr</i>.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον [[ἀπόμαγμα]] <i>Vit.Aesop.G</i> 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας <i>Gp</i>.16.1.7, cf. Phot.α 2563.<br /><b class="num">3</b> [[impresión de un sello]] τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.<i>CP</i> 6.19.5, cf. <i>Lap</i>.67.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόμαγμα]], το (Α) [[απομάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο σφουγγίζεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[απόρριμμα]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>3.</b> [[αποτύπωμα]] σφραγίδας.
|mltxt=[[ἀπόμαγμα]], το (Α) [[απομάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο σφουγγίζεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[απόρριμμα]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>3.</b> [[αποτύπωμα]] σφραγίδας.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=καθετί πού μεταχειρίζεται κάποιος γιά καθάρισμα, [[ἀκαθαρσία]]). Ἀπό τό [[ἀπομάσσω]] (=[[σκουπίζω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπομαγδαλία]] (=τό μαλακό [[μέρος]] τοῦ ψωμιοῦ μέ τό ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι σκούπιζαν τά χέρια τους [[μετά]] τό δεῖπνο), [[ἀπομάκτης]] (=αὐτός πού καθαρίζει), [[ἀπόμακτρον]] (=μ' [[αὐτό]] ἔκοβαν το ψωμί πού ἦταν παραπάνω), [[ἀπόμαξις]].
}}
}}

Latest revision as of 18:28, 31 May 2024

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything used for wiping or cleaning, Hp.Medic.2.
2 dirt washed off, S.Fr.34.
II impression of a seal, Thphr. CP 6.19.5, Lap.67.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 compresa o apósito para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.Medic.2.
2 líquido de desecho, basura, residuo στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.Fr.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον ἀπόμαγμα Vit.Aesop.G 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας Gp.16.1.7, cf. Phot.α 2563.
3 impresión de un sello τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.CP 6.19.5, cf. Lap.67.

German (Pape)

[Seite 314] τό, 1) womit man etwas abwischt, Wischlappen, Hippocr.; die Reinigung, Soph. frg. 32; B. A. 431 erkl. ἀποκάθαρμα. – 2) δακτυλίων, Abdruckder Siegelringe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμαγμα: -ατος, τό, (ἀπομάσσω) πᾶν ὅ,τι μεταχειρίζεταί τις πρὸς σπογγισμὸν ἢ καθαρισμόν, Ἱππ. 19. 47. 2) ὡς τὸ κάθαρμα, ἡ ἀπορριπτομένη ἀκαθαρσία, Σοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. τὸ ἀποτύπωμα σφραγῖδος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 5, ὁ αὐτ. περὶ Λίθων 67.

Greek Monolingual

ἀπόμαγμα, το (Α) απομάσσω
1. αυτό με το οποίο σφουγγίζεται κάποιος
2. απόρριμμα, ακαθαρσία
3. αποτύπωμα σφραγίδας.

Mantoulidis Etymological

(=καθετί πού μεταχειρίζεται κάποιος γιά καθάρισμα, ἀκαθαρσία). Ἀπό τό ἀπομάσσω (=σκουπίζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπομαγδαλία (=τό μαλακό μέρος τοῦ ψωμιοῦ μέ τό ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι σκούπιζαν τά χέρια τους μετά τό δεῖπνο), ἀπομάκτης (=αὐτός πού καθαρίζει), ἀπόμακτρον (=μ' αὐτό ἔκοβαν το ψωμί πού ἦταν παραπάνω), ἀπόμαξις.