λωποδυσία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lopodysia
|Transliteration C=lopodysia
|Beta Code=lwpodusi/a
|Beta Code=lwpodusi/a
|Definition=ἡ, (λῶπος, δύω) prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[slipping into]] another's [[clothes]]: hence, [[highway-robbery]], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.3.4</span> (pl.), <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ἡ, ([[λῶπος]], [[δύω]]) prop. [[slipping into another's clothes]], [[theft of clothing]]: hence, [[highway-robbery]], [[theft]], [[robbery]] J.''BJ''4.3.4 (pl.), ''Glossaria''.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[λωποδυσία]] και λωποδυτία) [[λωποδύτης]]<br />[[ξεγύμνωμα]], επιτήδεια [[κλοπή]], [[ιδίως]] αντικειμένων μικρής αξίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλοπή]] ενδυμάτων.
|mltxt=η (Α [[λωποδυσία]] και λωποδυτία) [[λωποδύτης]]<br />[[ξεγύμνωμα]], επιτήδεια [[κλοπή]], [[ιδίως]] αντικειμένων μικρής αξίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλοπή]] ενδυμάτων.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Kleiderdiebstahl]]</i>, s. [[λωποδύτης]].
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 19 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωποδῠσία Medium diacritics: λωποδυσία Low diacritics: λωποδυσία Capitals: ΛΩΠΟΔΥΣΙΑ
Transliteration A: lōpodysía Transliteration B: lōpodysia Transliteration C: lopodysia Beta Code: lwpodusi/a

English (LSJ)

ἡ, (λῶπος, δύω) prop. slipping into another's clothes, theft of clothing: hence, highway-robbery, theft, robbery J.BJ4.3.4 (pl.), Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

λωποδῠσία: ἡ, κλοπὴ ἐνδυμάτων, «ξεγύμνωμα», λῄστευσις, Γλωσσ.· ― λωποδῠσίου δίκη, καταγγελία ἐπὶ λῃστείᾳ, λωποδυσίᾳ, Ἑρμογέν.· πρβλ. Att. Process. σ. 360.

Greek Monolingual

η (Α λωποδυσία και λωποδυτία) λωποδύτης
ξεγύμνωμα, επιτήδεια κλοπή, ιδίως αντικειμένων μικρής αξίας
αρχ.
κλοπή ενδυμάτων.

German (Pape)

ἡ, Kleiderdiebstahl, s. λωποδύτης.