κατακεραστικός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakerastikos
|Transliteration C=katakerastikos
|Beta Code=katakerastiko/s
|Beta Code=katakerastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[demulcent]], [[restoring normal]] [[κρᾶσις]], Gal.8.41, 10.486; τροφή Herod.Med. ap. <span class="bibl">Aët.5.129</span>: c. gen., οὔρων δριμέων <span class="title">Gp.</span>12.19.8.</span>
|Definition=κατακεραστική, κατακεραστικόν, [[demulcent]], [[restoring normal]] [[κρᾶσις]], Gal.8.41, 10.486; τροφή Herod.Med. ap. Aët.5.129: c. gen., οὔρων δριμέων ''Gp.''12.19.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακεραστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· [[μετὰ]] γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8.
|lstext='''κατακεραστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· μετὰ γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακεραστικός]], -ή, -όν (AM) [[κατακεράννυμι]]<br />[[κατάλληλος]] για [[μίξη]].
|mltxt=[[κατακεραστικός]], -ή, -όν (AM) [[κατακεράννυμι]]<br />[[κατάλληλος]] για [[μίξη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακεραστικός Medium diacritics: κατακεραστικός Low diacritics: κατακεραστικός Capitals: ΚΑΤΑΚΕΡΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katakerastikós Transliteration B: katakerastikos Transliteration C: katakerastikos Beta Code: katakerastiko/s

English (LSJ)

κατακεραστική, κατακεραστικόν, demulcent, restoring normal κρᾶσις, Gal.8.41, 10.486; τροφή Herod.Med. ap. Aët.5.129: c. gen., οὔρων δριμέων Gp.12.19.8.

German (Pape)

[Seite 1352] ή, όν, zum Mischen, Temperiren geschickt, φάρμακα Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κατακεραστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· μετὰ γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8.

Greek Monolingual

κατακεραστικός, -ή, -όν (AM) κατακεράννυμι
κατάλληλος για μίξη.