εὐαγορέω: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>εὐᾱγορέω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[praise]] [[formally]] ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων [[ἄρηται]] [[κῦδος]] ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς [[κέρδος]] ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)
|sltr=<b>εὐᾱγορέω</b> [[praise]] [[formally]] ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων [[ἄρηται]] [[κῦδος]] ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς [[κέρδος]] ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:35, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾱγορέω Medium diacritics: εὐαγορέω Low diacritics: ευαγορέω Capitals: ΕΥΑΓΟΡΕΩ
Transliteration A: euagoréō Transliteration B: euagoreō Transliteration C: evagoreo Beta Code: eu)agore/w

English (LSJ)

εὐᾱγορία, Dor. for εὐηγ-.

German (Pape)

[Seite 1055] dor. für εὐηγορέω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ εὐηγορέω, εὐηγορία.

English (Slater)

εὐᾱγορέω praise formally ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)

Greek Monotonic

εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. αντί εὐηγ-.

Middle Liddell

εὐᾱγορέω, [doric for εὐηγορέω