μακροτέρως: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=makroteros
|Transliteration C=makroteros
|Beta Code=makrote/rws
|Beta Code=makrote/rws
|Definition=Adv. Comp. of [[μακρός]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[for a longer time]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.117</span>; [[to a greater degree]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>258c</span>; [[at greater length]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1410b18</span>:</span>
|Definition=Adv. Comp. of [[μακρός]], [[for a longer time]], Hp.''Prorrh.''1.117; [[to a greater degree]], Pl.''Sph.''258c; [[at greater length]], Arist.''Rh.''1410b18:
}}
{{ls
|lstext='''μακροτέρως''': Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ [[μακρός]], περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[μακρῶς]].
|btext=v. [[μακρῶς]].
}}
{{ls
|lstext='''μακροτέρως''': Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ [[μακρός]], περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C (μετὰ διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

English (LSJ)

Adv. Comp. of μακρός, for a longer time, Hp.Prorrh.1.117; to a greater degree, Pl.Sph.258c; at greater length, Arist.Rh.1410b18:

French (Bailly abrégé)

v. μακρῶς.

Greek (Liddell-Scott)

μακροτέρως: Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ μακρός, περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C (μετὰ διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3.

Greek Monolingual

μακροτέρως (Α)
επίρρ.
1. για πολύ, για περισσότερο χρόνο
2. σε μεγαλύτερο, σε μέγιστο βαθμό
3. στο απώτερο σημείο («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι μακροτέρως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.

Greek Monotonic

μακροτέρως: συγκρ. επίρρ. του μακρός, πέρα, περαιτέρω, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

[comp. of μακρός
beyond, further, Plat., etc.