πνευματοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pnevmatoforos | |Transliteration C=pnevmatoforos | ||
|Beta Code=pneumatofo/ros | |Beta Code=pneumatofo/ros | ||
|Definition= | |Definition=πνευματοφόρον, [[bearing the spirit]], [[inspired]], ib.''Ho.''9.7; [[προφῆται]] ib.''Ze.''3.4. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
πνευματοφόρον, bearing the spirit, inspired, ib.Ho.9.7; προφῆται ib.Ze.3.4.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτοφόρος: -ον, ὁ φερόμενος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θεόπνευστος, Πέτρ. Ἀλ. 516D, Ἀθαν. Ι, 464C, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που φέρει το Άγιο Πνεύμα, εμπνευσμένος από την θεία χάρη του Αγίου Πνεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -φόρος].