αὐτοπροαίρετος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftoproairetos
|Transliteration C=aftoproairetos
|Beta Code=au)toproai/retos
|Beta Code=au)toproai/retos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[self-chosen]], κακία <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>24p.473M.</span>, cf. Ps.- Plu.<span class="title">Vit.Hom.</span>105. Adv. -τως, κολάζεσθαι <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Epict.</span>p.108</span> D. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., <b class="b2">self-acting, acting of free will, Proll.Hermog</b>. in <span class="bibl">Rh.4.27</span> W.; τὸ αὐ. τε καὶ αὐτεξούσιον [[free will]], <span class="bibl">Olymp. <span class="title">in Grg.</span>p.264J.</span></span>
|Definition=αὐτοπροαίρετον,<br><span class="bld">A</span> [[self-chosen]], κακία Hierocl. ''in CA''24p.473M., cf. Ps.- Plu.''Vit.Hom.''105. Adv. [[αὐτοπροαιρέτως]] = [[with one's own free will]], [[κολάζεσθαι]] Simp. ''in Epict.''p.108 D.<br><span class="bld">II</span> Act., [[self-acting]], [[acting of free will]], ''Proll.Hermog''. in Rh.4.27 W.; τὸ [[αὐτοπροαίρετον]] τε καὶ [[αὐτεξούσιον]] = [[free will]], Olymp. ''in Grg.''p.264J.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que se elige libremente]], [[elegido o decidido libremente]] τὸν εὐεργέτην ... αὐτοπροαίρετον <i>Hell</i>.11/12.478 (Mileto, imper.), κακία Eus.<i>DE</i> 9.4.3, cf. <i>HE</i> 1.2.19, Hierocl.<i>in CA</i> 24.21, μηδὲν αὐτοπροαιρέτῳ βουλῇ κινούμενον nada que es movido por voluntad divina</i> Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1513D, ὁ ... αὐτοπροαιρέτῳ γνώμῃ μετανοήσας el que se arrepiente por propia voluntad</i> Io.Iei.<i>Poenit</i>.M.88.1909D.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que decide o elige por sí mismo]] ψυχὴ αὐ. [[αὐτοκίνητος]], [[αὐτεξούσιος]] <i>Rh</i>.4.27.3, [[βούλησις]] καὶ αὐ. πρὸς τὴν αἵρεσιν Meth.<i>Res</i>.1.38.<br /><b class="num">2</b> τὸ αὐ. subst. [[libre albedrío]] τὸ ἔμψυχον καὶ τὸ ἐπὶ τῇ κινήσει αὐ. Plu.<i>Vit.Hom</i>.105, τὸ αὐ. τε καὶ αὐτεξούσιον Olymp.<i>in Grg</i>.19.3.<br /><b class="num">III</b> adv. [[αὐτοπροαιρέτως]] = [[por sí mismo]], [[por propia decisión]] κολάζεσθαι Simp.<i>in Epict</i>.p.108.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0400.png Seite 400]] freiwillig übernommen, Hierocl., nach freier Willkür handelnd, Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0400.png Seite 400]] freiwillig übernommen, Hierocl., nach freier Willkür handelnd, Philo.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοπροαίρετος:''' [[самопроизвольный]] ([[κίνησις]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοπροαίρετος''': -ον, ὁ τῇ [[ἰδίᾳ]] προαιρέσει γινόμενος, Βί. Ὁμ. 105. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[ἰδίᾳ]] προαιρέσει ἐνεργῶν, Ἀριστ. Φυτ. 1. 2, 17, Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 27. 3. -Ἐπίρ. -τως Ἐκκλ.
|lstext='''αὐτοπροαίρετος''': -ον, ὁ τῇ [[ἰδίᾳ]] προαιρέσει γινόμενος, Βί. Ὁμ. 105. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[ἰδίᾳ]] προαιρέσει ἐνεργῶν, Ἀριστ. Φυτ. 1. 2, 17, Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 27. 3. -Ἐπίρ. -τως Ἐκκλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que se elige libremente]], [[elegido o decidido libremente]] τὸν εὐεργέτην ... αὐτοπροαίρετον <i>Hell</i>.11/12.478 (Mileto, imper.), κακία Eus.<i>DE</i> 9.4.3, cf. <i>HE</i> 1.2.19, Hierocl.<i>in CA</i> 24.21, μηδὲν αὐτοπροαιρέτῳ βουλῇ κινούμενον nada que es movido por voluntad divina</i> Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1513D, ὁ ... αὐτοπροαιρέτῳ γνώμῃ μετανοήσας el que se arrepiente por propia voluntad</i> Io.Iei.<i>Poenit</i>.M.88.1909D.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que decide o elige por sí mismo]] ψυχὴ αὐ. [[αὐτοκίνητος]], [[αὐτεξούσιος]] <i>Rh</i>.4.27.3, [[βούλησις]] καὶ αὐ. πρὸς τὴν αἵρεσιν Meth.<i>Res</i>.1.38.<br /><b class="num">2</b> τὸ αὐ. subst. [[libre albedrío]] τὸ ἔμψυχον καὶ τὸ ἐπὶ τῇ κινήσει αὐ. Plu.<i>Vit.Hom</i>.105, τὸ αὐ. τε καὶ αὐτεξούσιον Olymp.<i>in Grg</i>.19.3.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[por sí mismo]], [[por propia decisión]] κολάζεσθαι Simp.<i>in Epict</i>.p.108.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτοπροαίρετος]], -ον) [[προαιρούμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με την ελεύθερη [[θέληση]] κάποιου, [[θεληματικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί ελεύθερα, αυτόβουλα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αὐτοπροαίρετον</i><br />[[δύναμη]] εκλογής.
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτοπροαίρετος]], -ον) [[προαιρούμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με την ελεύθερη [[θέληση]] κάποιου, [[θεληματικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί ελεύθερα, αυτόβουλα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αὐτοπροαίρετον</i><br />[[δύναμη]] εκλογής.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοπροαίρετος:''' самопроизвольный ([[κίνησις]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

English (LSJ)

αὐτοπροαίρετον,
A self-chosen, κακία Hierocl. in CA24p.473M., cf. Ps.- Plu.Vit.Hom.105. Adv. αὐτοπροαιρέτως = with one's own free will, κολάζεσθαι Simp. in Epict.p.108 D.
II Act., self-acting, acting of free will, Proll.Hermog. in Rh.4.27 W.; τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον = free will, Olymp. in Grg.p.264J.

Spanish (DGE)

-ον
I que se elige libremente, elegido o decidido libremente τὸν εὐεργέτην ... αὐτοπροαίρετον Hell.11/12.478 (Mileto, imper.), κακία Eus.DE 9.4.3, cf. HE 1.2.19, Hierocl.in CA 24.21, μηδὲν αὐτοπροαιρέτῳ βουλῇ κινούμενον nada que es movido por voluntad divina Leont.H.Nest.M.86.1513D, ὁ ... αὐτοπροαιρέτῳ γνώμῃ μετανοήσας el que se arrepiente por propia voluntad Io.Iei.Poenit.M.88.1909D.
II 1que decide o elige por sí mismo ψυχὴ αὐ. αὐτοκίνητος, αὐτεξούσιος Rh.4.27.3, βούλησις καὶ αὐ. πρὸς τὴν αἵρεσιν Meth.Res.1.38.
2 τὸ αὐ. subst. libre albedrío τὸ ἔμψυχον καὶ τὸ ἐπὶ τῇ κινήσει αὐ. Plu.Vit.Hom.105, τὸ αὐ. τε καὶ αὐτεξούσιον Olymp.in Grg.19.3.
III adv. αὐτοπροαιρέτως = por sí mismo, por propia decisión κολάζεσθαι Simp.in Epict.p.108.

German (Pape)

[Seite 400] freiwillig übernommen, Hierocl., nach freier Willkür handelnd, Philo.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοπροαίρετος: самопроизвольный (κίνησις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπροαίρετος: -ον, ὁ τῇ ἰδίᾳ προαιρέσει γινόμενος, Βί. Ὁμ. 105. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἰδίᾳ προαιρέσει ἐνεργῶν, Ἀριστ. Φυτ. 1. 2, 17, Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 27. 3. -Ἐπίρ. -τως Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτοπροαίρετος, -ον) προαιρούμαι
1. αυτός που γίνεται με την ελεύθερη θέληση κάποιου, θεληματικός
2. αυτός που ενεργεί ελεύθερα, αυτόβουλα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοπροαίρετον
δύναμη εκλογής.