προαιρούμαι

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

προαιροῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ αιρώ, -ούμαι]]
επιθυμώ ή αποφασίζω κάτι με ελεύθερη βούληση, χωρίς καμιά δέσμευση ή εξαναγκασμό, επιλέγω ελεύθερα (α. «δώστε ό,τι προαιρείσθε» — δώστε ό,τι επιθυμείτε
β. «όπως προαιρούνται» — όπως επιθυμούν
γ. «ὁ ακρατὴς ἐπιθυμῶν μὲν πράττει, προαιρούμενος δ' οὔ», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (και το ενεργ.) προαιρῶ, -έω
α) παίρνω κάτι και το φέρνω έξω και, ειδικότερα, εξάγω μέρος από ένα αποταμιευμένο σύνολο προκειμένου να το χρησιμοποιήσω («προαιρούσαις λαβεῖν ἄλφιτον», Αριστοφ.)
β) παίρνω κάτι πριν από κάποιον άλλο
2. (το μέσ.) α) αφαιρώ, ξεχωρίζω κάτι για τον εαυτό μου
β) αλλάζω θέση σε κάτι, το μετακινώ, τὸ μετατοπίζω
γ) εκλέγω προηγουμένως
δ) προτιμώ («τοῦ παρόντος κινδύνου τον μέλλοντα προαιρεῖσθαι», Ηρωδιαν.)
ε) έχω σκοπό ή σκέπτομαι να κάνω κάτι.