δίκυκλος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dikyklos | |Transliteration C=dikyklos | ||
|Beta Code=di/kuklos | |Beta Code=di/kuklos | ||
|Definition=[ῐ], ον, | |Definition=[ῐ], ον, [[two-wheeled]], ὄχημα Lib.''Or.''1.33; <b class="b3">δ. [ἅρμα]</b> [[two-wheeled]] car, D.C.76.7. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[de dos ruedas]] ὄχημα Lib.<i>Or</i>.1.33, cf. Poll.10.52<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[carro de dos ruedas]], [[biga]] D.C.76.7.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίκυκλος''': -ον, ὁ δύο τροχοὺς ἔχων, δίτροχος, δ. [ἅρμα] Δίων Κ. 76. 7. | |lstext='''δίκυκλος''': -ον, ὁ δύο τροχοὺς ἔχων, δίτροχος, δ. [ἅρμα] Δίων Κ. 76. 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (AM [[δίκυκλος]], -ον)<br />(για σχήματα) αυτός που έχει δύο τροχούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίκυκλο</i><br />α) το [[ποδήλατο]]<br />β) η [[μοτοσικλέτα]]. | |mltxt=-ο (AM [[δίκυκλος]], -ον)<br />(για σχήματα) αυτός που έχει δύο τροχούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίκυκλο</i><br />α) το [[ποδήλατο]]<br />β) η [[μοτοσικλέτα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, two-wheeled, ὄχημα Lib.Or.1.33; δ. [ἅρμα] two-wheeled car, D.C.76.7.
Spanish (DGE)
-ον
de dos ruedas ὄχημα Lib.Or.1.33, cf. Poll.10.52
•subst. τὸ δ. carro de dos ruedas, biga D.C.76.7.2.
German (Pape)
[Seite 630] zweirädrig; ὄχημα Liban.; τό δ., dasselbe, D. Cass. 76, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δίκυκλος: -ον, ὁ δύο τροχοὺς ἔχων, δίτροχος, δ. [ἅρμα] Δίων Κ. 76. 7.
Greek Monolingual
-ο (AM δίκυκλος, -ον)
(για σχήματα) αυτός που έχει δύο τροχούς
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίκυκλο
α) το ποδήλατο
β) η μοτοσικλέτα.