ποδήλατο
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
το, Ν
1. είδος δίτροχου ή τρίτροχου ελαφρού οχήματος που κινείται με τη μυϊκή δύναμη τών ποδιών του αναβάτη
2. φρ. «του κάνω τη ζωή ποδήλατο» — του δημιουργώ πολλά προβλήματα, τον ταλαιπωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ήλατο (< ἐλαύνω). Η λ., στον λόγιο τ. ποδήλατον, μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισ. Σκυλίσση].