ποδήλατο
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Greek Monolingual
το, Ν
1. είδος δίτροχου ή τρίτροχου ελαφρού οχήματος που κινείται με τη μυϊκή δύναμη τών ποδιών του αναβάτη
2. φρ. «του κάνω τη ζωή ποδήλατο» — του δημιουργώ πολλά προβλήματα, τον ταλαιπωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ήλατο (< ἐλαύνω). Η λ., στον λόγιο τ. ποδήλατον, μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισ. Σκυλίσση].