διγόνατος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=digonatos
|Transliteration C=digonatos
|Beta Code=digo/natos
|Beta Code=digo/natos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with two joints]], κλωνία Dsc.4.189.</span>
|Definition=διγόνατον, [[with two joints]], κλωνία Dsc.4.189.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[con dos junturas]] κλωνία Dsc.4.189.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0615.png Seite 615]] mit zwei Knoten, Gelenken.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0615.png Seite 615]] mit zwei Knoten, Gelenken.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[con dos junturas]] κλωνία Dsc.4.189.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α -ος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για σωλήνες) αυτός που έχει δύο γόνατα (γωνίες, καμπυλώσεις) και [[επομένως]] δύο στόμια εκροής ή εισροής<br /><b>αρχ.</b><br />(για φυτά) αυτός που έχει δύο γόνατα, δύο κόμπους.
|mltxt=-η, -ο (Α -ος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για σωλήνες) αυτός που έχει δύο γόνατα (γωνίες, καμπυλώσεις) και [[επομένως]] δύο στόμια εκροής ή εισροής<br /><b>αρχ.</b><br />(για φυτά) αυτός που έχει δύο γόνατα, δύο κόμπους.
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διγόνᾰτος Medium diacritics: διγόνατος Low diacritics: διγόνατος Capitals: ΔΙΓΟΝΑΤΟΣ
Transliteration A: digónatos Transliteration B: digonatos Transliteration C: digonatos Beta Code: digo/natos

English (LSJ)

διγόνατον, with two joints, κλωνία Dsc.4.189.

Spanish (DGE)

-ον con dos junturas κλωνία Dsc.4.189.

German (Pape)

[Seite 615] mit zwei Knoten, Gelenken.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α -ος, -ον)
νεοελλ.
(για σωλήνες) αυτός που έχει δύο γόνατα (γωνίες, καμπυλώσεις) και επομένως δύο στόμια εκροής ή εισροής
αρχ.
(για φυτά) αυτός που έχει δύο γόνατα, δύο κόμπους.