δυναμωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dynamotikos | |Transliteration C=dynamotikos | ||
|Beta Code=dunamwtiko/s | |Beta Code=dunamwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=δυναμωτική, δυναμωτικόν, [[strengthening]], <b class="b3">ἡ δύναμις τῶν πάντων δυναμωτικώτατον</b> (''[[sc.]]'' [[αἴτιον]]) Dam.''Pr.''61. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
δυναμωτική, δυναμωτικόν, strengthening, ἡ δύναμις τῶν πάντων δυναμωτικώτατον (sc. αἴτιον) Dam.Pr.61.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que dota de poder ἡ δύναμις τὸ πάντων δυναμωτικόν (αἴτιον) la potencia es la causa que dota de poder a todo Dam.Pr.61.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δυναμωτικός, -ή, -όν)
αυτός που δίνει δύναμη, τονωτικός («δυναμωτική τροφή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δυναμωτικό
τονωτικό φάρμακο.