καθαριστής: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katharistis | |Transliteration C=katharistis | ||
|Beta Code=kaqaristh/s | |Beta Code=kaqaristh/s | ||
|Definition= | |Definition=καθαριστοῦ, ὁ, [[tree-pruner]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. καθαρίστρια (Α [[καθαριστής]]) [[καθαρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το [[καθάρισμα]] σπιτιού, γραφείου κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κλαδεύει τα δέντρα. | |mltxt=ο, θηλ. καθαρίστρια (Α [[καθαριστής]]) [[καθαρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το [[καθάρισμα]] σπιτιού, γραφείου κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κλαδεύει τα δέντρα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:42, 25 August 2023
English (LSJ)
καθαριστοῦ, ὁ, tree-pruner, Glossaria.
Greek Monolingual
ο, θηλ. καθαρίστρια (Α καθαριστής) καθαρίζω
νεοελλ.
αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το καθάρισμα σπιτιού, γραφείου κ.λπ.
αρχ.
αυτός που κλαδεύει τα δέντρα.