κορύμβιον: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=korymvion
|Transliteration C=korymvion
|Beta Code=koru/mbion
|Beta Code=koru/mbion
|Definition=τό, Dim. of <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> κόρυμβος <span class="bibl">111</span>, Dsc.3.94. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[λυχνὶς στεφανωματική]], Ps.-Dsc.3.100.</span>
|Definition=τό, ''Dim. of''<br><span class="bld">A</span> κόρυμβος ''III'', Dsc.3.94.<br><span class="bld">II</span> = [[λυχνὶς στεφανωματική]], Ps.-Dsc.3.100.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορύμβιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (υποκορ. του [[κόρυμβος]]) [[μικρός]] [[λοφίσκος]] άνθους ή καρπού κισσού<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[λυχνίς]] η στεφανωματική.
|mltxt=[[κορύμβιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (υποκορ. του [[κόρυμβος]]) [[μικρός]] [[λοφίσκος]] άνθους ή καρπού κισσού<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[λυχνίς]] η στεφανωματική.
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορύμβιον Medium diacritics: κορύμβιον Low diacritics: κορύμβιον Capitals: ΚΟΡΥΜΒΙΟΝ
Transliteration A: korýmbion Transliteration B: korymbion Transliteration C: korymvion Beta Code: koru/mbion

English (LSJ)

τό, Dim. of
A κόρυμβος III, Dsc.3.94.
II = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.

Greek Monolingual

κορύμβιον, τὸ (Α)
1. (υποκορ. του κόρυμβος) μικρός λοφίσκος άνθους ή καρπού κισσού
2. το φυτό λυχνίς η στεφανωματική.