πρόμετρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prometros | |Transliteration C=prometros | ||
|Beta Code=pro/metros | |Beta Code=pro/metros | ||
|Definition= | |Definition=πρόμετρον,<br><span class="bld">A</span> = [[μακρός]], Sm.''2 Ki.'' 21.20.<br><span class="bld">II</span> [[πρόμετρον]], τό, [[previous measure]], of a unit, Syrian. ''in Metaph.''134.26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πρόμετρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πρόμετρο</i><br />το ακραίο [[τμήμα]] του σχοινιδίου του δρομομέτρου τών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μακρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πρόμετρον</i><br />η προηγούμενη [[μονάδα]] μέτρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), | |mltxt=-η, -ο / [[πρόμετρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πρόμετρο</i><br />το ακραίο [[τμήμα]] του σχοινιδίου του δρομομέτρου τών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μακρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πρόμετρον</i><br />η προηγούμενη [[μονάδα]] μέτρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), [[πρβλ]]. [[επίμετρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
πρόμετρον,
A = μακρός, Sm.2 Ki. 21.20.
II πρόμετρον, τό, previous measure, of a unit, Syrian. in Metaph.134.26.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρόμετρος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πρόμετρο
το ακραίο τμήμα του σχοινιδίου του δρομομέτρου τών πλοίων
αρχ.
1. μακρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόμετρον
η προηγούμενη μονάδα μέτρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. επίμετρος].