ἐπίρριμμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epirrimma | |Transliteration C=epirrimma | ||
|Beta Code=e)pi/rrimma | |Beta Code=e)pi/rrimma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[winding-sheet]], dub. in Lyd.''Mag.''3.60.<br><span class="bld">b</span>. [[slave's outer garment]], dub. cj. in Poll.4.119 (v. [[ἐπίρραμμα]]).<br><span class="bld">2</span>. (ἐπιρρίπτω 1.2) [[poultice]], Alex.Trall.8.2 ([[ἐπιρρίματα]] codd.), ''Febr.''2 ([[ἐπιρρήματος]] codd.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίρριμμα]], τὸ (Α) [[επιρρίπτω]]<br /><b>1.</b> αυτό που ρίχνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]] για να το καλύψει<br /><b>2.</b> [[κατάπλασμα]]<br /><b>3.</b> το εξωτερικό [[ένδυμα]] δούλου (αμφίβολη ερμην.<br />διαφορετική [[γραφή]]: [[ἐπίρραμμα]]). | |mltxt=[[ἐπίρριμμα]], τὸ (Α) [[επιρρίπτω]]<br /><b>1.</b> αυτό που ρίχνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]] για να το καλύψει<br /><b>2.</b> [[κατάπλασμα]]<br /><b>3.</b> το εξωτερικό [[ένδυμα]] δούλου (αμφίβολη ερμην.<br />διαφορετική [[γραφή]]: [[ἐπίρραμμα]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A winding-sheet, dub. in Lyd.Mag.3.60.
b. slave's outer garment, dub. cj. in Poll.4.119 (v. ἐπίρραμμα).
2. (ἐπιρρίπτω 1.2) poultice, Alex.Trall.8.2 (ἐπιρρίματα codd.), Febr.2 (ἐπιρρήματος codd.).
Greek Monolingual
ἐπίρριμμα, τὸ (Α) επιρρίπτω
1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι για να το καλύψει
2. κατάπλασμα
3. το εξωτερικό ένδυμα δούλου (αμφίβολη ερμην.
διαφορετική γραφή: ἐπίρραμμα).