ἐπίρριμμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό,
A winding-sheet, dub. in Lyd.Mag.3.60.
b. slave's outer garment, dub. cj. in Poll.4.119 (v. ἐπίρραμμα).
2. (ἐπιρρίπτω 1.2) poultice, Alex.Trall.8.2 (ἐπιρρίματα codd.), Febr.2 (ἐπιρρήματος codd.).
Greek Monolingual
ἐπίρριμμα, τὸ (Α) επιρρίπτω
1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι για να το καλύψει
2. κατάπλασμα
3. το εξωτερικό ένδυμα δούλου (αμφίβολη ερμην.
διαφορετική γραφή: ἐπίρραμμα).